Με σημαντική πτώση κλείνουν οι κινεζικές κεφαλαιαγορές με τον δείκτη του Χρηματιστηρίου της Σαγκάης να βρίσκεται στο -2,09%, τον δείκτη Hang Seng να βρίσκεται στο -4,25%, ο δείκτης SZSE Component στο -2,43% και ο China A50 στο -2,34%, σαν αποτέλεσμα των εκτιμήσεων για μεγέθυνση των οικονομικών προβλημάτων της Κίνας.
Η πτώση αυτή συμπαρασύρει σε αρνητικό πρόσημο τα futures των μεγαλύτερων διεθνών χρηματιστηρίων. Τα συμβόλαια του Euro Stoxx 50 βρίσκονται στο -1,19%, αυτά του δείκτη του Χρηματιστηρίου Φρανκφούρτης βρίσκονται στο -0,87%, ενώ του γαλλικού CAC 40 είναι χαμηλότερα, στο -1,23%. Ο βρετανικός FTSE 100 βρίσκεται στο -1,32%, ενώ ο δείκτης φόβου της Wall Street S&P 500 VIX κινείται ανοδικά, κατά +1,95%.
Παράλληλα, Κίνα ανακοίνωσε στην Τετάρτη πως η οικονομία της αναπτύχθηκε το 2023 με ρυθμό 5,2%, ο οποίος συγκαταλέγεται στους πιο ασθενικούς των τελευταίων τριών δεκαετιών, αν εξαιρεθεί η περίοδος της πανδημίας του νέου κορονοϊού.
Το Πεκίνο είχε ορίσει στόχο η ανάπτυξη να κυμανθεί «περί το 5%» μετά την αύξηση κατά 3% του ΑΕΠ το 2022, περίοδο κατά την οποία ενέσκηψε κρίση στον τομέα των ακινήτων, η κατανάλωση ήταν άτονη και οι αβεβαιότητες έπληξαν τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Σύμφωνα με το Bloomberg και το NIFD, το χρέος της Κίνας ως προς το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της (ΑΕΠ), ξεπέρασε το 2023 το 285%.
Καθώς έχει τεράστια πολιτική σημασία, μολονότι γενικά αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, ο επίσημος δείκτης του ΑΕΠ παρακολουθείται στενά, με δεδομένο το ειδικό βάρος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία.
Ομάδα οικονομολόγων που απάντησε σε ερωτήσεις του Γαλλικού Πρακτορείου προχθές Δευτέρα προέβλεψε ακριβώς αυτό το μέγεθος (5,2%), το οποίο επιβεβαίωσε εξάλλου ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Τσιανγκ χθες Τρίτη στο παγκόσμιο οικονομικό φόρουμ, στο Νταβός της Ελβετίας.
Το 2022, το ΑΕΠ είχε ανακοινωθεί πως αναπτύχθηκε με ρυθμό 3%, παρά τους δρακόντειους περιορισμούς εξαιτίας της COVID-19, που επιβάρυναν την οικονομική δραστηριότητα.
Μετά την άρση των μέτρων, το Πεκίνο όρισε στόχο η ανάπτυξη να κυμανθεί «περί το 5%».
Αρχικά, η επιστροφή στην ομαλότητα δημιούργησε ελπίδες για ταχεία ανάκαμψη.
Όμως αυτή η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη προσέκρουσε στην έλλειψη εμπιστοσύνης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, η κυριότερη έκφανση της οποίας ήταν η άτονη κατανάλωση.
Τον Δεκέμβριο οι πωλήσεις λιανικής, βασικός δείκτης των δαπανών των νοικοκυριών, επιβραδύνθηκαν (+7,4% σε ετήσια βάση), παρά το ότι είχαν καταγράψει καθαρή επιτάχυνση τον Νοέμβριο (+10,1%).
Αναλυτές που είχαν συμμετάσχει σε έρευνα του πρακτορείου ειδήσεων Bloomberg προέβλεπαν λίγο ταχύτερο ρυθμό (+8%).
Η άνευ προηγουμένου κρίση στον τομέα των ακινήτων, η ανεργία-ρεκόρ των νέων και η παγκόσμια επιβράδυνση μοιάζουν ωστόσο να φρενάρουν τους κινητήρες της κινεζικής ανάπτυξης.
Από την πλευρά της, η βιομηχανική παραγωγή επιταχύνθηκε ελαφρά τον Δεκέμβριο (+6,8% σε ετήσια βάση), αφού σημείωσε άνοδο 6,6% τον Νοέμβριο. Οι αναλυτές που συμμετείχαν στην έρευνα του Μπλούμπεργκ προέβλεπαν πιο συγκρατημένο ρυθμό (+6,6%).
Σε ό,τι αφορά την ανεργία, αυξήθηκε οριακά τον Δεκέμβριο (5,1%), από 5% τον Νοέμβριο. Ο δείκτης αυτός ωστόσο δεν αποκαλύπτει παρά μέρος του συνολικού πίνακα, καθώς αφορά μόνο τους κατοίκους των πόλεων.
Εξαιρεί επομένως εκατομμύρια εργαζόμενους, τους λεγόμενους εσωτερικούς μετανάστες, που κατοικούν σε αγροτικές περιοχές και είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην επιβράδυνση της ανάπτυξης η κατάστασή τους επιδεινώθηκε εξαιτίας της κρίσης στον τομέα των ακινήτων.
Αυτός ο συγκεκριμένος τομέας και συνδεόμενες δραστηριότητες συνεισφέρουν πάνω από το ένα τέταρτο του κινεζικού ΑΕΠ και είναι καίριας σημασίας πηγή απασχόλησης.