Σε μια περίοδο που η αγορά ετοιμάζεται για τη «γιορτή» της Black Friday, το στατιστικό δεδομένο ότι από το ευρύτερο λιανεμπόριο μόνο το 17% των επιχειρήσεων διαθέτει ολοκληρωμένο ηλεκτρονικό κατάστημα, διαμορφώνει προφανώς μία ανισότητα. Από την άλλη πλευρά διαμορφώνει και μία «ευκαιρία». Ευκαιρία την οποία έχει αντιληφθεί και στην οποία ποντάρει η Skroutz, η οποία με τη στήριξη του νέου της επενδυτή, του fund CVC, ολοκληρώνει τη μετατροπή της από μία μηχανή αναζήτησης τιμών σε μία ολοκληρωμένη πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου, παρέχοντας και στους «αδύναμους» τη δυνατότητα να διεκδικήσουν θέση στις ηλεκτρονικές αγορές. Δείχνοντας έτσι, ότι η ιδρυτική ομάδα του Skroutz, που ιστορικά «έπιανε» τον παλμό της αγοράς, με την κατάλληλη στήριξη από τα φτερά ενός επενδυτικού γίγαντα, αφενός βρίσκεται στη θέση να προσφέρει συνθήκες μεγαλύτερης …ισότητας στη μάχη των ηλεκτρονικών αγοράς, αλλά και ταυτόχρονα να διεκδικήσει μια αναβαθμισμένη θέση στην έτερη μάχη, των μεγάλων marketplaces, την οποία δίνει το ίδιο.
Η αγορά εντυπωσιάστηκε τον περασμένο Απρίλιο, όταν εν μέσω της πρώτης έξαρσης της πανδημίας, το CVC Capital, γνωστό τότε από τις mega επενδύσεις στις νοσοκομειακές μονάδες Υγεία, metropolitan και Ιασώ general, συμφωνούσε να εισέλθει στο μετοχικό κεφάλαιο του Skroutz. Περισσότερο μάλιστα είχε συζητηθεί το πώς ένα private equity fund, με υπό διαχείριση κεφάλαια της τάξης των 82 δισ. δολαρίων, δέχθηκε στο πλαίσιο του deal, ιδρυτές του Skroutz, να διατηρήσουν τον έλεγχο του 51% ενώ το ίδιο να αποκτήσει μια μικρότερη συμμετοχή, κοντά στο 45%.
Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι ότι το CVC, όπως είχε κάνει και στις προηγούμενες επενδύσεις του στην Ελλάδα, είχε μελετήσει καλά τον στόχο. Φυσικά και πόνταρε στο «χαρτί» των αποτελεσμάτων που εμφάνισαν μια εταιρεία κερδοφόρα από την ημέρα της ίδρυσής της (και μετα περισσότερα κέρδη να επανεπενδύονται στην ίδια) αλλά και στην καινοτομία της ιδρυτικής ομάδας των Γ.Αυγουστίδη, Β. Δήμου και Γ. Χατζηγεωργίου, που από το 2005 οπότε και ξεκίνησαν συνέχιζαν να παραμένουν στον «αφρό» του κλάδου τους.
Οι ίδιοι, πιθανότατα, δεν είχαν την κατάλληλη στήριξη την περίοδο που η Dionic κατείχε το 50% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Παρά τις προθέσεις, η προσδοκώμενη επέκταση (κυρίως δε στο εξωτερικό) δεν μπόρεσε να επιτευχθεί καθώς ο επενδυτής – μέτοχος, δεν διέθετε το απαιτούμενο δυναμικό για την ανάπτυξης της εταιρείας. Και αποχώρησε το 2018, πουλώντας τη συμμετοχή του. Μετά την είσοδο του Southbridge, το 2018, έγινε κάτι περισσότερο από σαφές, ότι για τη διατήρηση των «πρωτείων» σε μια τόσο ανταγωνιστική αγορά, θα χρειαζόταν κάτι «μεγαλύτερο». Και το «μεγαλύτερο» ήρθε με τη μορφή του CVC και μάλιστα την πλέον κατάλληλη στιγμή. Την ώρα που εν μέσω κορωνοιού, κατέστη σαφές, ότι στο εξής ο e-λιανεμπόριο θα αποκτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Τα δεδομένα του 2019, βάσει των ερευνών της χρονιάς, εμφάνιζαν μόνο το 39% των Ελλήνων να πραγματοποιεί αγορές μέσω Διαδικτύου, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου που βρισκόταν στο 60%, ενώ συνολικά, η διείσδυση του ηλεκτρονικού εμπορίου στη χώρα βρισκόταν στο 7% της αγοράς, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε διπλάσια επίπεδα. Για την ομάδα του CVC η ευκαιρίες για ανάπτυξη στην ελληνική αγορά ήταν προφανείς. Ιδιαίτερα, όταν στο timing της περιόδου, εισερχόταν και η παράμετρος της πανδημίας, που εκ των πραγμάτων θα εκτόξευε το e-λιανεμπόριο, που από τις αρχές της χρονιάς έτρεχε με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 15%.
Το 2020 δείχνει να επαληθεύει προσδοκίες, αλλά και προοπτικές. Στοιχεία που αφορούν το οκτάμηνο του έτους, εμφανίζουν περίπου 6,4 εκατ. επισκέπτες ανά μήνα, να μπαίνουν 28 εκατ. φορές στην ηλεκτρονική πλατφόρμα εμπορίου. Οι «πελάτες» αυτοί ήταν σε θέση να «συναντήσουν» τα προϊόντα περισσότερων από 5.800 συνεργαζόμενων καταστημάτων, σε σχέση με τα 3.000 στις αρχές του 2019.
Έτσι, μπορεί η ομάδα του CVC, υπό τον Άλεξ Φωτακίδη, τις ημέρες αυτές να διαπραματεύτεται ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα (με την ΕΤΕ για την Εθνική Ασφαλιστική και τη MIG και τις πιστώτριες τράπεζες για τη Vivartia), δεν παύει ωστόσο να χαμογελά για την προοπτικές της «μικρότερης» αλλά πολλά υποσχόμενης επένδυσης στη Skroutz.
Για την τελευταία η πρωτοβουλία του Skroutz Marketplace, είχε ξεκινήσει πριν την είσοδο του CVC, αλλά προχωρά με «τέμπο». Τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν, ένα χρόνο μετά την έναρξη λειτουργίας, είναι εντυπωσιακά και περιλαμβάνουν 2.500 καταστήματα από 52 περιφερειακές ενότητες της Ελλάδας.Μεταξύ αυτών επιχειρήσεις και καταστήματα που δεν διαθέτουν τεχνική υποδομή για ηλεκτρονική διάθεση των προϊόντων τους.
Το marketplace προσφέρει την προβολή προϊόντων σε περισσότερους από 8,5 εκατ. μοναδικούς επισκέπτες που διαφορετικά δεν θα έφταναν στο κατάστημα, εβδομαδιαία απόδοση των εσόδων, με μηδενικό διατραπεζικό κόστος και χωρίς επιπλέον έξοδα για τεχνική υποστήριξη, και ασφαλείς αγορές μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας. Κυρίως όμως λύνει τα χέρια πολλών εμπόρων που δεν θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ηλεκτρονική διαδικασία καθώς το marketplace αναλαμβάνει την επικοινωνία με τους πελάτες πριν και μετά την αγορά, τη διεκπεραίωση των παραγγελιών, των επιστροφών και των πληρωμών, τη διαχείριση και παρακολούθηση των αποστολών και την επικοινωνία με την εταιρία ταχυμεταφορών.
Χάρη στη διαρκή καινοτομία της ιδρυτικής ομάδα και τη στήριξη που πλέον παρέχεται από το CVC, η στρατηγική της Skroutz προσανατολίζεται στον «έλεγχο» του μεγαλύτερου τμήματος της ηλεκτρονικής διαδικασίας αγορών, από την επιλογή μέχρι την παράδοση, αλλά και την πληρωμή. Με τον τρόπο αυτό όχι μόνο επιτυγχάνει οικονομίες κλίμακας, αλλά και μεγαλύτερο έλεγχο στο «προϊόν».
Ανάμεσα στις πρόσφατες κινήσεις ήταν η απόκτηση του 25% της EveryPay, της εταιρίας παροχής συστημάτων πληρωμών, με την οποία ήδη συνεργαζόταν.