Οι πληγές στην οικονομία που πρέπει να κλείσουν άμεσα

Οι πληγές στην οικονομία που πρέπει να κλείσουν άμεσα

Του Θανάση Παπαδή

Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από την επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών στη χώρα και ουδείς γνωρίζει πότε θα υπάρξει η πλήρης κατάργησή τους. Εκείνο το θερμό 6μηνο του 2015 έχει αφήσει ακόμη και σήμερα το αποτύπωμά του και προφανώς θα παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη.

Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζεται να αφήσει την εξουσία στην επόμενη, αφήνοντας πολλά ελλείμματα και πολλές πληγές στην ελληνική οικονομία. Μέχρι σήμερα για εκείνο που υπερηφανευόταν ήταν ότι κατάφερε να παράξει μεγάλα πλεονάσματα, πολύ μεγαλύτερα από αυτά που ήταν υποχρεωμένη και ένα μέρος αυτών τα διένειμε ως μέρισμα σε ευπαθείς ομάδες, προσδοκώντας την ψήφο τους.

Στραγγάλισε τη μεσαία τάξη, προκειμένου να στήσει μια βιομηχανία επιδομάτων και «δώρων», αφήνοντας όμως κατά μέρος την παραγωγική διαδικασία. Δεν στήριξε την παραγωγή και δεν έφερε επενδύσεις, που θα μπορούσαν να προσθέσουν πλούτο στην οικονομία και βέβαια να φέρουν περισσότερους φόρους.

Κατά πολλούς η επιλογή ήταν συνειδητή. Η απερχόμενη κυβέρνηση, εγκλωβισμένη στις ιδεοληψίες της, θεωρούσε ιδεολογικό εχθρό την επιχειρηματικότητα, αλλά και τη μισθωτή εργασία που απέδιδε εισόδημα που έκανε κάποιον να ζει ανεκτά.

Ιδεολογικός εχθρός της κυβέρνησης ήταν και το τραπεζικό σύστημα. Αφού κυριολεκτικά το εκμηδένισε στο πρώτο 6μηνο του 2015, εν συνεχεία το παρέδωσε «μπιρ παρά» σε ξένους επώνυμους και ανώνυμους επενδυτές. Δεν σταμάτησε όμως εκεί. Πίστεψε ψευδώς ότι η άνευ όρων αναστολή των πλειστηριασμών θα επέφερε... δικαιοσύνη. Όμως, από τη μία το εκμεταλλεύτηκαν οι κακοπληρωτές και από την άλλη οι τράπεζες πολλαπλασίασαν τα προβλήματά τους. Οι του ΣΥΡΙΖΑ οραματίσθηκαν παράλληλο τραπεζικό σύστημα που θα δίνει αφειδώς δάνεια χωρίς κριτήρια και έκλεισαν τη στρόφιγγα στις πραγματικές τράπεζες.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Οι ιδιώτες, ενώ υπέφεραν από τη φορολογική και ασφαλιστική επιδρομή, εντούτοις βρήκαν τοίχο από την κυβέρνηση στην προσπάθειά τους να πάρουν πίσω αυτά που τους χρωστά.

Πρωτογενές πλεόνασμα

Η σημερινή κυβέρνηση μοίρασε το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 πριν καν αυτό σχηματιστεί και ουσιαστικά πετάει το… μπαλάκι στην επόμενη κυβέρνηση για να κλείσει τον προϋπολογισμό της τρέχουσας χρονιάς εντός των συμφωνηθέντων στόχων. Το πόσο απερίσκεπτη μπορεί να αποδειχθεί αυτή η ενέργεια στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα φάνηκε ήδη από την ανακοίνωση των στοιχείων για την πορεία του ΑΕΠ.

Με ανάπτυξη 1,3% έναντι ετήσιου στόχου 2,3% μπορεί να δημιουργηθεί μεγάλο άνοιγμα στο σκέλος των εσόδων, καθώς για κάθε μονάδα ΑΕΠ που χάνεται προκύπτει και ζημιά περίπου 0,3-0,4% του ΑΕΠ στα φορολογικά έσοδα.

Η κίνηση της «13ης σύνταξης» είχε μόνο κομματική σκοπιμότητα και τίποτε άλλο. Ποσό της τάξεως των 830 εκατ. ευρώ -αυτός ήταν ο προϋπολογισμός της 13ης σύνταξης- δόθηκε άρον άρον χωρίς καν να διευκρινιστεί αν πρόκειται για επίδομα ή όχι. Ως 13η σύνταξη δεν μπορεί να σταθεί, καθώς απαιτούνται 2,5 δισ. ευρώ για να δοθεί μια πλήρης 13η σύνταξη, ενώ ως επίδομα επίσης δεν μπορεί να σταθεί, καθώς τα χρήματα διανεμήθηκαν χωρίς να εφαρμοστούν στοιχειώδη περιουσιακά ή εισοδηματικά κριτήρια.

Το μόνο «κέρδος» από αυτή την κίνηση είναι να υποχρεωθεί η επόμενη κυβέρνηση να καταργήσει τη λεγόμενη 13η σύνταξη για να της βγει ο προϋπολογισμός της επόμενης χρονιάς ή να αναγκαστεί να «σφίξει τα λουριά» με το που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας προκειμένου να κλείσει ο φετινός προϋπολογισμός με τον συμφωνημένο στόχο του 3,5%. Το ρίσκο με το πρωτογενές πλεόνασμα δεν σταματά στη 13η σύνταξη. Και οι επιπτώσεις από τις ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών μπορεί να είναι αρνητικές για τα δημόσια έσοδα και τα μέτρα του ΦΠΑ είναι πιθανό να έχουν χειρότερο δημοσιονομικό αντίκτυπο από τα 440 εκατ. ευρώ που έχει υπολογίσει η κυβέρνηση.

Υπερφορολόγηση

Τα υπερπλεονάσματα που παρήχθησαν κατά την εκτέλεση των κρατικών προϋπολογισμών τα τελευταία χρόνια προήλθαν σε πολύ μεγάλο βαθμό από την υπερφορολόγηση και τη βίαιη περικοπή των επενδυτικών δαπανών του Δημοσίου. Και οι δύο αυτές πολιτικές επιλογές χτύπησαν ξεκάθαρα στον ρυθμό της ανάπτυξης, ο οποίος ουδέποτε ξεπέρασε το 2%, ενώ για φέτος οι προβλέψεις είναι πλέον δυσοίωνες μετά και την κακή επίδοση του πρώτου τριμήνου. Για την επόμενη κυβέρνηση το πρόβλημα της υπερφορολόγησης θα αποτελέσει μια πολύ βαριά κληρονομιά, καθώς η αναστροφή δεν θα είναι εύκολο να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη.

Στον τομέα της φορολογικής πολιτικής, η κυβέρνηση έχει φροντίσει να προσθέσει μια σειρά από «βαρίδια». Μόνο η ψηφισμένη διάταξη για τη μείωση του αφορολόγητου -η οποία έχει ήδη προϋπολογιστεί για το 2020, καθώς πρόκειται για ψηφισμένο μέτρο- έχει δημοσιονομικό αντίκτυπο 2 δισ. ευρώ. Ετσι, η διατήρηση του αφορολόγητου θα πρέπει να συνοδευτεί από άλλα μέτρα ύψους 2 δισ. ευρώ για να μην προκύψει «τρύπα».

Ή θα πρέπει να ακυρωθούν όλες οι ευνοϊκές διατάξεις που έχουν ψηφιστεί για την επόμενη χρονιά (μείωση εισφοράς αλληλεγγύης και μείωση βασικού συντελεστή φορολογικής κλίμακας) ή να περάσει μια καινούργια φορολογική κλίμακα που θα αφήσει κάποιους δυσαρεστημένους ή θα πρέπει να προχωρήσει μια γενναία περικοπή δημοσίων δαπανών προκειμένου να δημιουργηθεί ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος. Τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτινάχθηκαν από το 24,4% που ήταν το 2014 σε ποσοστό άνω του 27% και αυτό το ποσοστό είναι το υψηλότερο μεταξύ όλων των χωρών μελών της ευρωζώνης.

Ασφαλιστικό

Ο νόμος Κατρούγκαλου ήταν ένα αναμφίβολα σταλινικής εμπνεύσεως σύστημα, που αποθάρρυνε την εργασία, ζητούσε υπερβολικές εισφορές από τους ανθρώπους που είχαν την «ατυχία» να παράγουν και να αμείβονται καλά και βέβαια ως αντάλλαγμα έδινε συντάξεις πείνας και παροχές ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης με τη λογική της εξίσωσης προς τα κάτω. Το σύστημα αυτό έχει ήδη χρεοκοπήσει και χρειάζεται άμεση αντικατάστασή του. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε να δώσει λύσεις στους εργαζομένους, απέτυχε να τους δώσει προοπτική και παρέμεινε εγκλωβισμένος στις ιδεοληψίες του. Την ίδια ώρα πάνω από 200.000 εκκρεμείς συντάξεις παραμένουν στο συρτάρι, με άγνωστο το συνολικό πόσο της οφειλής.

Ληξιπρόθεσμα χρέη

Μία από τις πολλές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, που παρέμειναν κενό γράμμα, ήταν και αυτή της πλήρους αποπληρωμής των χρεών της κυβέρνησης προς τους ιδιώτες. Σήμερα τα χρέη πλησιάζουν τα 2,5 δισ. ευρώ, τα οποία δείχνουν σαφή τάση ανόδου. Οι δικαιολογίες είναι μάλλον νηπιαγωγείου. Απλώς η κυβέρνηση επέλεξε να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που θα έπρεπε να πάνε προς τους δικαιούχους για εκλογικούς σκοπούς και για τη δημιουργική λογιστική που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια.

Τράπεζες

Το τραπεζικό σύστημα χτυπήθηκε όσο λίγα την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ. Στο κόμμα της Κουμουνδούρου θεωρούσαν ότι οι τραπεζίτες είναι κακοί καπιταλιστές που θα πρέπει να τιμωρούνται καθημερινά. Δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ότι το τραπεζικό σύστημα είναι ένα βασικό γρανάζι της οικονομίας, που αν αυτό λείψει η οικονομία δεν δουλεύει. Το κατάλαβαν πολύ αργά και όταν έφτασε η κατάσταση στο απροχώρητο. Υπήρξε παντελής αδυναμία να ελεγχθούν τα κόκκινα δάνεια.

Όσο και αν οι τράπεζες προσπαθούσαν, έβρισκαν απέναντί τους την κυβέρνηση, που πριμοδοτούσε το ακριβώς αντίθετο, θεωρώντας ότι οι πλειστηριασμοί είναι... του διαβόλου, ακόμη και για τους πλούσιους που δεν πλήρωναν εκ πεποιθήσεως. Όταν έστω και αργά το κατάλαβαν και άρχισε το σύστημα να δουλεύει, με τα όποια προβλήματά του, ήρθε ο νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας, με σοβαρές καθυστερήσεις και διάθεση να προστατευτούν οι πάντες.

Η πλατφόρμα δεν άνοιξε ακόμη και δεν προβλέπεται να ανοίξει άμεσα, με αποτέλεσμα οι πλειστηριασμοί να έχουν παγώσει και μην κινείται τίποτε προς την κατεύθυνση μείωσης των κόκκινων δανείων, τουλάχιστον σε κεντρικό επίπεδο.

Την ίδια ώρα τα capital controls ετοιμάζονται να σβήσουν κεράκια στις 29 Ιουνίου, εορτάζοντας τα τέσσερα χρόνια από την επιβολή τους. Ακόμη και σήμερα, ελάχιστοι μπορούν να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό, δημιουργώντας προβλήματα στις επιχειρήσεις και τους επιχειρηματίες. Και βέβαια κανείς δεν επενδύει σε μία χώρα που έχει τέτοιους περιορισμούς.

Έλλειμμα ανταγωνιστικότητας

Η Ελλάδα για να επιστρέψει στην κανονικότητα χρειάζεται να βρει τη χαμένη της ανταγωνιστικότητα. Να βρει αγορές για τα προϊόντα της και βέβαια να τα κάνει πιο ανταγωνιστικά. Ελάχιστες πρωτοβουλίες ελήφθησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Η ανταγωνιστικότητα ήταν ένα στοίχημα των ίδιων των επιχειρήσεων. Όμως, χωρίς στήριξη και χωρίς κίνητρα, κάποια στιγμή η προσπάθεια αυτή φτάνει στα όριά της.

Ήδη ο δείκτης αύξησης των εξαγωγών έχει περάσει σε αρνητικό έδαφος. Την ίδια στιγμή οι εισαγωγές αυξάνονται σε υπερδιπλάσιο ρυθμό, κάτι που σημαίνει υψηλό εμπορικό έλλειμμα, επαναφέροντας το φάντασμα του παρελθόντος. Διότι το 2010 η Ελλάδα μπήκε σε μνημόνιο, όχι μόνο λόγω του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, αλλά και διότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν εκτός ελέγχου.

Επενδύσεις - μεταρρυθμίσεις

Οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις προκαλούν αλλεργία στην κυβέρνηση. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ελληνικό. Ένα έργο πνοής για τη χώρα και το μεγαλύτερο οικιστικό project έμεινε σχεδόν στάσιμο για πάνω από 4,5 χρόνια. Ο πλειοδότης είχε ανακηρυχθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Όταν ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ επαναδιαπραγματεύθηκε τη σύμβαση... για τα μάτια του κόσμο. Εν συνεχεία «ανακάλυψαν» αρχαία στην περιοχή, βρήκαν τροπικά δάση, κάτι που είχε αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα να υπάρχει απόσταση (χρονική) από την πολυπόθητη στιγμή που θα μπει μπουλντόζα στο πρώην αεροδρόμιο.

Όμως, και οι μεταρρυθμίσεις δεν προχώρησαν. Η αγορά δεν απελευθερώθηκε, αντίθετα υπήρξαν περιορισμοί. Ενα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα, ο κλάδος των ταξί, με την Uber να εκδιώκεται και την Beat να θεωρείται ορκισμένος εχθρός.

Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 7 Ιουνίου