Καθημερινά καταγράφονται νέα ρεκόρ στις ΗΠΑ, σχετικά με την πορεία ορισμένων οικονομικών μεγεθών. Η αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75% στην οποία προχώρησε η Fed, είναι η μεγαλύτερη από το 1994. Ο δείκτης Case - Shiller, που παρακολουθεί τις τιμές των κατοικιών στις ΗΠΑ, αυξάνεται με ρυθμούς πάνω από 21% σε ετήσια βάση, καταγράφοντας υψηλά 10ετίας, ενώ την ίδια στιγμή ο αριθμός οικοδομικών αδειών έχει επιστρέψει στα χαμηλά επίπεδα το 2020. Η συνολική αξία των 45 εκατομμυρίων φοιτητικών δάνειων, ξεπερνά για πρώτη φορά στην ιστορία τους, τα 1,7 τρισ. δολάρια. Οι ρυθμοί αύξησης των καταναλωτικών δανείων και των πιστωτικών καρτών, καταγράφουν ολοένα και νέες υψηλές τιμές.
Για πρώτη φορά στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, το άθροισμα των καταναλωτικών δανείων, των πιστωτικών καρτών, των στεγαστικών δανείων, των δανείων για την αγορά αυτοκινήτων, καθώς και των στεγαστικών δανείων, έχουν οδηγήσει το ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών στο ρεκόρ των 15,84 τρισ. δολάρια.
Με τον πληθωρισμό να έχει επιστρέψει σε τιμές του 1981 συμπαρασύροντας τις τιμές των τροφίμων και βασικών καταναλωτικών ειδών, με την τιμή της βενζίνης να ξεπερνάει ακόμα και τα $5/gal, καταγράφοντας το υψηλότερο σημείο της τελευταίας 20ετίας και με την τιμή του οικιακού ηλεκτρικού ρεύματος να αυξάνεται το τελευταίο 12μηνο, από 2% έως 40%, ανάλογα με την πολιτεία, η ανησυχία έχει ξεπεράσει τα στενά πλαίσια της Fed και έχει αγκαλιάσει τον Λευκό Οίκο, ειδικά εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου και του ενδεχόμενου απώλειας του ελέγχου των νομοθετικών σωμάτων.
O Πρόεδρος Μπάιντεν έχει περιγράψει την κατάσταση στις ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας την έκφραση, «people are really, really down, there's a lot of people who are just down, they're not sure how to get back in the game, they're not sure whether they want to get back in the game». Με αυτόν τον τρόπο θέλησε να προσεγγίσει τις κοινωνικές επιπτώσεις από το πέρασμα του covid και από τον πόλεμο της Ουκρανίας, που έχει οδηγήσει μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας, στο περιθώριο.
Μάλιστα απέναντι στις κατηγορίες των Ρεπουμπλικάνων αλλά και επενδυτικών παραγόντων, ότι το πακέτο στήριξης και ανακούφισης των 1,9 τρισ. δολάρια, έφερε πιο κοντά την έκρηξη του πληθωρισμού, η υπουργός οικονομικών Τζάνετ Γιέλεν υποστήριξε, ότι το «πακέτο» οδήγησε σε μια πρωτοφανή και ταχύτατη ανάκαμψη της οικονομίας και επάνοδο της ανάπτυξης, με τη «συνεισφορά» του στον πληθωρισμό να μην είναι σημαντική.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν, ανέφερε ότι η οικονομική ύφεση δεν είναι αναπόφευκτη, εστιάζοντας όχι στον πρωτοφανή πληθωρισμό, αλλά στα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά της ανεργίας. Ωστόσο ανέδειξε τρεις σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες για την τιθάσευση του πληθωρισμού και την αποφυγή της ύφεσης.
Η πρώτη είναι η πρωτοβουλία για άρση ορισμένων από τους δασμούς που έχουν επιβληθεί στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων, που επιβαρύνουν τις τιμές των τελικών καταναλωτών κατά 25%. Οι δασμοί αυτοί που ανέρχονται σε δεκάδες δισ., είχαν επιβληθεί επί προεδρίας Τραμπ, αποσκοπώντας στη μείωση του αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος με την Κίνα. Μέχρι στιγμής ο Λευκός Οίκος, δεν έχει προχωρήσει στην άρση δασμών ύψους περίπου $350 δισ., που έχουν επιβληθεί σε κινεζικά προϊόντα, καθώς η κινεζική κυβέρνηση δεν έχει τηρήσει κατά γράμμα, τη συμφωνία για εισαγωγές αμερικανικών αγροτικών και καταναλωτικών προϊόντων.
Η Κίνα είχε καλύψει μέσα το 2021, μόλις το 57% των εισαγωγών που είχαν συμφωνηθεί. Παρ' όλα αυτά, η πολιτική κίνηση από την πλευρά του Λευκού Οίκου αν τελεσφορήσει, θα αποκλιμακώσει κατά 25% τις τελικές τιμές μιας σειράς από καταναλωτικά εισαγόμενα προϊόντα στα ράφια των καταστημάτων.
Η δεύτερη πολιτική πρωτοβουλία, αφορά τη χρησιμοποίηση του «Defense Production Act», ενός πλαισίου που είχε υιοθετηθεί στον πόλεμο στη Κορέας το 1950, με βάση τον οποίο ο Αμερικανός Πρόεδρος μπορεί να προωθήσει συγκεκριμένες πολιτικές, υψηλής προτεραιότητας. Ο Λευκός Οίκος θα επιταχύνει τις επενδύσεις στην «καθαρή ενέργεια», στηρίζοντας την εγχώρια παραγωγή σχετικής τεχνολογίας, όπως είναι οι αντλίες θερμότητας, το πράσινο υδρογόνο και τα υλικά θερμομόνωσης. Παράλληλα μέσω του παγώματος των δασμών στα εισαγόμενα ηλιακά πάνελ που κατασκευάζονται στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως είναι η Καμπότζη, η Μαλαισία, η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ.
Η τρίτη πολιτική πρωτοβουλία, αφορά την «παρότρυνση» προς τα διυλιστήρια των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων και αυτών της Exxon Mobil και της Chevron, να αυξήσουν την παραγωγή καυσίμων ώστε να υποχωρήσουν οι τιμές στις αντλίες. Ταυτόχρονα τέθηκε το θέμα της επιβολής φορολογίας στα «ουρανοκατέβατα» κέρδη (windfall profits tax), στις εταιρείες διύλισης αργού πετρελαίου.
Μένει να αποδειχθεί, αν οι πολιτικές πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις του Λευκού Οίκου, θα φέρουν αποτέλεσμα στη μάχη κατά του πληθωρισμού και της ύφεσης.