Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Χρειάζεται πολλή πολλή ανάπτυξη, είπε με στόμφο ο Αλέξης Τσίπρας προ ημερών. Για ποια ανάπτυξη μιλάει ο πρωθυπουργός; Χθες, ο ΙΟΒΕ ανέφερε ότι κατά την περίοδο 2008-2017, η ελληνική οικονομία έχασε το 26,1% της οικονομικής της παραγωγής. Η χώρα έχασε δηλαδή πάνω από το 1/4 του πλούτου της, των εισοδημάτων της, της οικονομικής της δύναμης. Και η χώρα είναι οι πολίτες της, είναι οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις.
Η ανάπτυξη, λοιπόν, που υπόσχεται ο κ. Τσίπρας έχει ήδη ξεκινήσει. Όμως με 1,4% που «έτρεξε» η ελληνική οικονομία το 2017 και περίπου 2% που προβλέπεται για το 2018 θα χρειαστεί σίγουρα πάνω από μία δεκαετία – μακάρι να είναι μόνο μία – υψηλότερων ρυθμών για να πλησιάσουμε σε προ κρίσης επίπεδα.
Η πραγματική ανάπτυξη, λοιπόν, μπορεί να περιμένει. Ακόμη και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια κατηφόρας, η Ελλάδα όχι μόνο δεν βλέπει το… ελατήριο που μας έταζαν αλλά έχει τη χαμηλότερη ανάπτυξη στην Ευρώπη, τα περισσότερα «κόκκινα» δάνεια και πολλούς άλλους ζοφερούς δείκτες που αποδεικνύουν ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω από ευχολόγια για να δούμε το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία.
Κι όμως, οι επικεφαλής σχεδιασμού και εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, ο Γιάννης Δραγασάκης και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, βλέπουν έναν δικό τους κόσμο. Έναν κόσμο που αναπτύσσεται με παράλληλα τραπεζικά συστήματα και οι οφειλές «κουρεύονται» με... κομματικά κριτήρια.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός βλέπει θαύματα και τρομερά επιτεύγματα. Όλοι μαζί επιμένουν να στηρίζουν το αύριο της οικονομίας σε ελπίδες και όχι σε ένα βιώσιμο, σύγχρονο και αποτελεσματικό σχέδιο προσέλκυσης επενδύσεων. Και όλα αυτά έχουν αντίκτυπο στις τσέπες των πολιτών.
Όταν όλοι επισημαίνουν την ανάγκη ενός επενδυτικού σοκ, τα στελέχη της κυβέρνησης καταφέρνουν να εντυπωσιάσουν λέγοντας πράγματα που δυστυχώς δικαιολογούν το γιατί κανείς μακροπρόθεσμος επενδυτής δεν βλέπει... σοβαρά την Ελλάδα. Το παράδειγμα με τον Ευ. Τσακαλώτο στο χρηματιστήριο είναι χαρακτηριστικό. Ανώτεροι παράγοντες της αγοράς και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρονταν στην ανάγκη ενός επενδυτικού σοκ, ενώ ο υπουργός Οικονομικών «νοσταλγούσε» τις συνεταιριστικές τράπεζες, οι οποίες όπως είπε είναι οι μόνες που μπορούν να «στηρίξουν την ανάπτυξη».
Πριν από λίγες ημέρες, ο Γ. Δραγασάκης τόνισε ότι τα «κόκκινα» δάνεια πρέπει να τα μειώσουμε μόνοι μας και όχι να φτάσουμε στο σημείο να μας επιβάλουν άλλοι τη μείωση γιατί τότε αυτό θα γίνει με τρόπο ανάλγητο και ισοπεδωτικό. Αλήθεια, αφού τον Αύγουστο θα βγούμε από το μνημόνιο και θα κάνουμε ότι θέλουμε, γιατί υπάρχει τέτοια ανησυχία;
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα μάθουν σε λιγότερο από δύο μήνες το λογαριασμό των stress tests και θα κληθούν να καταστρώσουν σχέδια κεφαλαιακής θωράκισης. Αν τα αποτελέσματα είναι άσχημα, τότε η ανάγκη νέων ΑΜΚ θα είναι άμεση. Αν τα αποτελέσματα είναι καλά, τότε θα δοθεί χρόνος για την κεφαλαιακή τους ενίσχυση. Πόσος θα είναι αυτός ο χρόνος; Όλα θα εξαρτηθούν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τις ισορροπίες των επόμενων μηνών. Η απόφαση για συμβιβασμό μεταξύ του Ταμείου και των Ευρωπαίων στο ελληνικό ζήτημα – συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών – είναι ξεκάθαρα πολιτική.
Τα 10 ή και παραπάνω δισ. ευρώ που ζητάει το ΔΝΤ για τις ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να μειωθούν και να ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλάνο κεφαλαιακής θωράκισης και «κάθαρσης» που θα διαρκέσει έως και 5 χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη και τη μείωση των «κόκκινων» δανείων σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Πέρα, όμως, από τις τράπεζες, τα ανοιχτά μέτωπα είναι πολλά. Όσο κι αν θα ήθελε ο Αλέξης Τσίπρας να πάει στις εκλογές με μία οικονομία που θα κάλπαζε και μία κοινωνία που θα είχε αφήσει πίσω της την κρίση, τα γεγονότα δεν τον δικαιώνουν.
Ακόμη και τα capital controls μπορεί να πάνε πίσω, παρά τη «γενναία» χαλάρωση που ισχύει από την 1η Μαρτίου. Και αυτό διότι πληροφορίες αναφέρουν ότι εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ακόμη και στο καλό σενάριο, η πρόσφατη απελευθέρωση του ανοίγματος λογαριασμού θα είναι η τελευταία του έτους για τους ιδιώτες. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, ανάλογα με τις εξελίξεις των επόμενων μηνών στις τράπεζες, να παραμείνει το όριο ανάληψης στα 2.300 ευρώ το μήνα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η πρόσφατη χαλάρωση αντανακλά τις θετικές προβλέψεις για τον επόμενο χρόνο και στην ουσία ενσωματώνει όλες τις θετικές εξελίξεις που αναμένονται με τη λήξη του μνημονίου. Αν αυτές επιβεβαιωθούν, τότε καλώς. Αν όχι, οι περιορισμοί θα μείνουν αμετακίνητοι και το 2019.