Του Βασίλη Γεώργα
Όλα τα χαρτιά τους προαναγγέλλουν ότι θα ανοίξουν στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου οι μεγάλοι παίκτες που συμμετέχουν στην παρτίδα επίλυσης (ή διαιώνισης) του προβλήματος του ελληνικού χρέους.
Η μεγάλη διακύβευση δεν έχει να κάνει τόσο με τα «βραχυπρόθεσμα μέτρα» - ασπιρίνες που έχουν ήδη δρομολογηθεί (και τα οποία πάντως, μπορούν να επιτρέψουν στην ΕΚΤ να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στην ποσοτική χαλάρωση), όσο με το αν οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα δεχτούν να αποσαφηνιστούν από τώρα κάποια από τα μεσοπρόθεσμα μέτρα διευθέτησης του ελληνικού χρέους που θα εφαρμοστούν μετά το 2018, ώστε να «κινητοποιηθεί» και το ΔΝΤ.
Οι μέχρι στιγμής ενδείξεις συνηγορούν στην εκτίμηση πως η πλειοψηφία των χωρών θα στοιχηθούν πίσω από την αυστηρή «γραμμή» Wolfgang Schaeuble με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα «πηγαίνει καλά και δεν έχει πρόβλημα χρέους για τουλάχιστον μια δεκαετία», παγώνοντας έτσι οριστικά κάθε συζήτηση, έως ότου κλείσει ο εκλογικός κύκλος στη Γερμανία.
Ωστόσο στις Βρυξέλλες, την Φρανκφούρτη και την Ουάσιγκτον, το «μασάζ» προς τη γερμανική πλευρά συνεχίζεται εντατικά, με το επιχείρημα πως η υπογραφή μιας «υποσχετικής» συγκεκριμένων παρεμβάσεων για το ελληνικό χρέος από τώρα, θα ήταν προς το συμφέρον της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας στην Ευρώπη ενόψει των αναταράξεων που αναμένονται μετά το Brexit καθώς και το ιταλικό δημοψήφισμα, τις αυστριακές, τις ολλανδικές, τις γαλλικές και τις γερμανικές εκλογές.
Από τις χθεσινές τοποθετήσεις του προέδρου του Eurogroup, Jeroen Dijsselbloem, και του επικεφαλής του ESM, Klaus Regling, δεν διαφάνηκε πάντως ότι η πολιτική προσέγγιση του θέματος έχει διαφοροποιηθεί. Το Eurogroup βαδίζει σταθερά και χωρίς εμφανείς παρεκκλίσεις πάνω στον δρόμο της απόφασης που ελήφθη τον περασμένο Μάιο.
Άνοιξαν, όμως, κάποια παράθυρα με σημαντικότερο ίσως εκείνο της συζήτησης που θα γίνει για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων για τη μεσοπρόθεσμη περίοδο μετά το 2018. Στη συζήτηση αυτή, ο επικεφαλής του Eurogroup άφησε να εννοηθεί ότι θα συμπεριληφθούν και οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, σημειώνοντας ότι «πρέπει να καθορίσουμε τι σημαίνει «μεσοπρόθεσμη περίοδος» και με τι όρο θα μπορούσε ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% να μειωθεί».
Στο επόμενο Eurogroup θα αποσαφηνιστούν επίσης αναλυτικά τα «βραχυπρόθεσμα» μέτρα που θα εισηγηθεί ο ESM, ενώ θα παρουσιαστούν και οι ελληνικές προτάσεις που όπως έχει αφήσει να εννοηθεί ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης θα επιχειρούν να «παντρέψουν» και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα μέσω της μείωσης του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα με τρόπο που δεν θα διαταράξει το πνεύμα των αποφάσεων που ελήφθησαν τον Μάιο.
Η ελληνική πλευρά θα προτείνει ένα μείγμα μέτρων που περιλαμβάνει σταθεροποίηση των επιτοκίων και επιμήκυνση της λήξεων των δανείων του EFSF κατά τρόπο ώστε οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες να παραμείνουν κάτω από το όριο του 15% μέχρι το 2030 και κοντά στο 20% μετά το 2035, και παράλληλα το χρέος να μειωθεί σε όρους καθαρής παρούσας αξίας στο 80% του ΑΕΠ σε ορίζοντα 40 ετών. Οι παρεμβάσεις αυτές συνδυάζονται με τη μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων αρχικά στο 2,5% και εν συνεχεία στο 2%.
Πρώτα επιβάρυνση, μετά ελάφρυνση χρέους
Ένα σημαντικό θέμα που αρχίζει να θίγεται όλο και πιο συχνά και αποτελεί αντικείμενο διαφωνιών στις συζητήσεις, είναι πόσο μεγάλη θα είναι η επιβάρυνση που θα προκύψει αρχικά από τα μέτρα... ελάφρυνσης του χρέους και ιδίως από την σταθεροποίηση των επιτοκίων. Χθες το έθεσε ανοιχτά ο επικεφαλής του Kl. Regling επισημαίνοντας πως «είναι σημαντικό να πούμε ότι κάποια από αυτά τα μέτρα σημαίνουν ότι θα μπορούσε να υπάρχει επιπρόσθετο κόστος εμπροσθοβαρώς, πριν κάποιος μπορεί να μιλήσει για όφελος στη συνέχεια». Και ανέφερε ως παράδειγμα την ανταλλαγή των κυμαινόμενων βραχυπρόθεσμων επιτοκίων με σταθερά αλλά υψηλότερα μακροπρόθεσμα που σε πρώτη φάση θα αυξήσουν το κόστος πριν αρχίσει η εξοικονόμηση.
Η ελληνική πλευρά δεν πρέπει, πάντως, να περιμένει πολλά. Το ΔΝΤ θα κληθεί σύμφωνα με τον J. Dijsselbloem να συντάξει την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους στο τέλος του έτους, μέσα από τρεις δεξαμενές: Αυτή των προτάσεων του ESM για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, που είναι εν πολλοίς προκαθορισμένη. Επίσης από μια λίγο ειδικότερη περιγραφή των προτάσεων για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα (σ.σ : είναι πιθανό να γίνει συζήτηση για αυτά, είπε). Και τέλος από την έκθεση των δανειστών για την πορεία των μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό και το εργασιακό, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία θα δώσει απαντήσεις για το αν υπάρχουν δημοσιονομικά κενά που πρέπει να καλυφθούν με πρόσθετα μέτρα.
Κατά τον J. Dijsselbloem, πάντως «δεν μπορούμε να δώσουμε πλήρη ευκρίνεια για ό,τι χρειάζεται να γίνει στο τέλος του 2018 επειδή είναι πολύ νωρίς». Και όσο αδύνατον είναι να είναι κανείς ακριβής για τα μέτρα που θα εφαρμοστούν στα μέσα του 2018, άλλο τόσο αδύνατον είναι και για το ίδιο το ΔΝΤ να πει με ακρίβεια πως ό,τι βρίσκεται στο τραπέζι δεν θα είναι αρκετό»…