Του Χρήστου Ν. Κώνστα
Παρά τα αισιόδοξα μηνύματα του πρωθυπουργικού επιτελείου και την πίεση προς τους υπουργούς για την γρήγορη ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την «ρύθμιση του Χρέους», τα κείμενα που έχουν ήδη γραφτεί από τους δανειστές για την Ελλάδα δεν προμηνύουν ευχάριστες εξελίξεις.
Η νέα γερμανική κυβέρνηση επαναφέρει σταθερά την απαίτηση για άμεση εμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην εποπτεία των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα «τουλάχιστον μέχρι την ίδρυση και λειτουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου».
Το θέμα του ελληνικού χρέους και η – μετά τον Αύγουστο – επιτροπεία της ελληνικής οικονομίας θα συζητηθούν αναλυτικά στην Εαρινή Σύνοδο Κορυφής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσιγκτον, μεταξύ 19 και 22 Απριλίου.
Τις αποφάσεις του περιβόητου «Ουάσιγκτον Γκρουπ», όσον αφορά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος, θα ανακοινώσει στο Eurogroup ο ίδιος ο Μάριο Σεντένο στις 27 Απριλίου κατά τη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, στη Σόφια.
Η σημαντικότερη απόφαση του Ουάσιγκτον Γκρουπ θα αφορά τη χρηματοδοτική στήριξη της Ελλάδας «όταν κι εφόσον κριθεί απαραίτητο» δηλαδή αν υπάρξει κάποιου είδους κρίση ρευστότητας στις αγορές.
Στην εαρινή Σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, θα ανακοινωθεί επισήμως η απόφαση των Κεντρικών Τραπεζών να αποσυρθούν σταδιακά από τις αγορές ομολόγων.
Μετά από 5 χρόνια έντονης παρέμβασης στη δευτερογενή αγορά κρατικών και ιδιωτικών ομολόγων, οι κεντρικοί τραπεζίτες θα δεσμευτούν για σταδιακή απόσυρση, μια απόφαση που αποτελεί βέβαια προάγγελο επιστροφής στην ομαλότητα μετά την κρίση του αλλά ταυτόχρονα προκαλεί αβεβαιότητα και τοπικές αναταράξεων στις αγορές που είχαν καλομάθει στην ασφάλεια των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, μετά την κρίση.
Όσον αφορά την Ελλάδα, οι αποπληρωμές του χρέους και τα πλεονάσματα θα συνδεθούν με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Για την ακρίβεια, θα συνδεθεί το ποσοστό του ετήσιου ορίου εξυπηρέτησης του χρέους με το ΑΕΠ της χώρας.
Εφόσον η μέση ανάπτυξη της Ελλάδας σε βάθος πενταετίας θα είναι χαμηλότερη από το 2,8%, η χώρα θα απαλλάσσεται πλήρως από την αποπληρωμή χρεολυσίων. Εάν η οικονομία αναπτύσσεται από 2,8% έως και 3,4% τότε θα καταβάλει μέρος των χρεολυσίων. Εάν η μέση ανάπτυξη ξεπερνά το 3,4% τότε θα προβλέπεται πλήρης εξόφληση των δανείων.
Για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους έχουν κατατεθεί διάφορες προτάσεις για τις επεκτάσεις των ωριμάνσεων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).
Για τα δάνεια αυτά, συνολικού ύψους 130,9 δισ. ευρώ και σταθμισμένης μέσης διάρκειας 32,45 έτη, ο ESM πρότεινε την επέκταση της σταθμισμένης μέσης διάρκειας στα 39,45 χρόνια, δηλαδή την επιμήκυνσή τους κατά μια επταετία.
Η πρόταση του ESM συνεπάγεται πως η εξόφληση των δανείων του EFSF θα εκκινήσει το 2030 αντί το 2023 που προβλέπεται σήμερα και θα ολοκληρωθεί το 2063.
Το ΔΝΤ επιμένει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του Ελληνικού Προϋπολογισμού φέτος θα είναι της τάξεως του 2% και την περίοδο 2019-2022 δεν θα ξεπεράσει το 1,5% του ΑΕΠ.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος θα προσπαθήσει να πείσει το Ουάσιγκτον Γκρουπ ότι το ΔΝΤ στηρίζεται σε λανθασμένες προβλέψεις.
Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα επί της ουσίας περιλαμβάνουν την χρησιμοποίηση των υπολοίπων 27 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα των 86 δισ του Τρίτου Μνημονίου που έχουν μείνει αδιάθετα.
Με τα χρήματα αυτά θα αποπληρωθούν τα υψηλότοκα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Όλα πλην 1,6 δισ. Ευρώ τα οποία θα αποτελούν στο εξής τη χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα θα γλυτώσει τις ετήσιες πληρωμές της τάξης των 2 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ αφού θα αντικατασταθούν με μακροχρόνια χαμηλότοκα δάνεια του ESM.
Tα υπόλοιπα 16-17 δισ. ευρώ του τρίτου Μνημονίου θα χρησιμοποιηθούν θα την αντικατάσταση διακρατικών δανείων που κανονικά θα έπρεπε να αποπληρωθούν από το 2020 μέχρι το 2022 αλλά και αυτά θα αντικατασταθούν με μακροπρόθεσμα δάνεια του ESM.
Επιπλέον θα πιστοποιηθεί το δικαίωμα της Ελλάδος να εισπράξει τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα τα οποία θα επιστραφούν στην Ελλάδα με ρυθμό 1 δισ. ευρώ το χρόνο υπό τον όρο ότι αφενός η Ελλάδα θα εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις που έχει υποσχεθεί αφετέρου τα χρήματα αυτά θα χρησιμοποιούνται για επενδυτικούς σκοπούς και όχι για παροχές.