Οι δανειστές θα αποφασίσουν για πόσα χρόνια θα πρέπει η Ελλάδα να επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, όπως αναφέρεται σε απάντηση του Ευρωπαίου Επίτροπου Οικονομικών, Pierre Moscovici, σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας, Νίκου Χουντή.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Ν. Χουντή, ο Ευρωπαίος Επίτροπος αποκαλύπτει ότι, η ελληνική κυβέρνηση έχει αναλάβει δεσμεύσεις για συγκεκριμένα πλεονάσματα για μετά το 2018, αλλά επιπλέον επιχειρηματολογεί «εκ μέρους της Κομισιόν και άλλων θεσμικών οργάνων της ΕΕ» ότι, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% επί σειρά ετών, μετά το 2018.
Ακολουθούν η πλήρης ερώτηση του Νίκου Χουντή και η πλήρης απάντηση του Pierre Moscovici:
Θέμα: Αποσαφήνιση απόφασης Eurogroup για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας
Σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup, στις 25 Μαΐου του 2016, αποφασίστηκε «η Ελλάδα να επιτύχει τους στόχους του ESM για τα πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% μεσοπρόθεσμα)».
Στο τελευταίο Eurogroup, στις 5 Δεκεμβρίου του 2016, επαναβεβαιώθηκε αυτή η απόφαση, επισημαίνοντας ότι «The Eurogroup recalled that the primary surplus target of 3.5% of GDP reached by 2018 should be maintained for the medium-term».
Ταυτόχρονα, υπάρχουν εκθέσεις του ΔΝΤ, αλλά και δηλώσεις αξιωματούχων του, που επισημαίνουν ότι «ακόμη και με ηρωικές προσπάθειες ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% είναι ανέφικτος και σίγουρα δεν είναι διατηρήσιμος. Ρεαλιστικός στόχος για το ΔΝΤ είναι το πρωτογενές πλεόνασμα να διαμορφωθεί στο 1,5% σε ετήσια βάση» και επιπλέον επισημαίνουν ότι η διατήρηση του στόχου 3,5% «θα έχει αρνητικές συνέπειες στην ανάκαμψη της οικονομίας».
Ερωτάται η Επιτροπή:
1. Επειδή τέτοιου είδους αποφάσεις δεν μπορεί να βασίζονται σε «αόριστες» έννοιες που επιδέχονται πολλές ερμηνείες, ποιο είναι το χρονικό διάστημα που αντιλαμβάνεται ως «μεσοπρόθεσμο»;
2. Έχει συμφωνήσει η ελληνική κυβέρνηση για ετήσιο πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμη βάση;
3. Πώς σχολιάζει τη θέση του ΔΝΤ ότι είναι ανέφικτος ο στόχος για 3,5% πλεόνασμα και, επιπλέον, αντίθετος στην προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας;
Απάντηση του κ. Moscovici, εξ ονόματος της Επιτροπής (8.3.2017)
Όπως επισήμανε ο κ. βουλευτής στην ερώτησή του, η Ευρωομάδα της 5ης Δεκεμβρίου 2016 επιβεβαίωσε τις απόψεις που διατύπωσε στις 25 Μαΐου 2016, ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 θα πρέπει να διατηρηθεί «μεσοπρόθεσμα». Ο τελικός καθορισμός της ακριβούς διάρκειας του «μεσοπρόθεσμου» στο πλαίσιο των συζητήσεων περί βιωσιμότητας του χρέους επαφίεται στους δανειοδότες.
Με βάση την υπεραπόδοση του δημοσιονομικού στόχου της Ελλάδας για το 2015 και το 2016, καθώς και την ισχυρή δέσμη δημοσιονομικών μέτρων που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης, η Επιτροπή και άλλα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα που παρακολουθούν την εφαρμογή του προγράμματος στήριξης της σταθερότητας θεωρούν ότι η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και να το διατηρήσει επί σειρά ετών στη συνέχεια, χωρίς να υπονομευθεί η οικονομική ανάκαμψη.
Η εν λόγω άποψη τεκμηριώνεται στις πρόσφατες χειμερινές προβλέψεις για το 2017, σύμφωνα με τις οποίες η συνολική ανάπτυξη για το 2016 θα έφθανε το 0,3%, και όπου επισημαίνεται ότι η Ελλάδα αναμένεται να υπερβεί τον πρωτογενή δημοσιονομικό στόχο του 2016 (0,5% του ΑΕΠ βάσει του ορισμού στο πλαίσιο του προγράμματος) κατά περίπου 1,5% του ΑΕΠ, φθάνοντας σε αυτό το επίπεδο πρωτογενούς πλεονάσματος ένα και πλέον έτος νωρίτερα από το προσδοκώμενο[1]. Λαμβανομένων πλήρως υπόψη της σημαντικής δέσμης δημοσιονομικών μέτρων που θεσπίστηκαν (συμπεριλαμβανομένων σημαντικών μόνιμων παραμετρικών μέτρων στους τομείς του ΦΠΑ, του φόρου εισοδήματος ή των συντάξεων μεταξύ άλλων), της ταχύρρυθμης εκτέλεσης του προϋπολογισμού το 2016, καθώς και του προϋπολογισμού του 2017, η Ελλάδα προβλέπεται να επιτύχει τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος του 1,75% το 2017. Αν και υπάρχουν κίνδυνοι δυσμενών εξελίξεων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα μέτρα αυτά θα εξακολουθήσουν να αποφέρουν εξοικονόμηση κατά τα επόμενα έτη και, υποστηριζόμενα από τις τρέχουσες μεταρρυθμίσεις της διοίκησης δημοσίων εσόδων, θα μπορούσαν να συνεπάγονται ευνοϊκότερες εξελίξεις σε σχέση με τις προβλέψεις.