Μπορεί η Ελλάδα να μετράει επιτυχίες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει το ΔΝΤ, ωστόσο όπως όλα δείχνουν ο δρόμος μπροστά της είναι ακόμα πολύ δύσκολος.
Σύμφωνα με τον Πίτερ Ντόλμαν, τον επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ για την Ελλάδα, παρότι έχει βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, πολλοί τομείς απελευθερώθηκαν, η χώρα απέκτησε ένα πιο φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον, την ίδια στιγμή παραμένει το υψηλό χρέος, τα κόκκινα δάνεια, η φτώχεια και η υψηλή ανεργία.
Ακόμη, ο Ντόλμαν επεσήμανε πως η επόμενη επίσκεψη του ΔΝΤ θα γίνει το φθινόπωρο και θα είναι κρίσιμης σημασίας καθώς θα αφορά το ζήτημα του προϋπολογισμού της χώρας.
Σχετικά με τις επισκέψεις του Ταμείου στη χώρα ανέφερε πως η μεταμνημονιακή περίοδος θα περιλαμβάνει στενές σχέσεις ανάμεσα στον οργανισμό και την ελληνική κυβέρνηση με τη μορφή εποπτείας. Τα στελέχη του ΔΝΤ θα έρχονται δύο φορές τον χρόνο στην Ελλάδα και θα δημοσιεύουν τα συμπεράσματά τους σε εκθέσεις μέσω της διαδικασίας του άρθρου 4, ενώ θα βρίσκονται και στις αποστολές των Ευρωπαίων – οι οποίες θα είναι τέσσερις τον χρόνο.
Αναφέρθηκε επίσης στο ζήτημα της περικοπής των συντάξεων, τονίζοντας την ανάγκη υλοποίησης της μεταρρύθμισης, καθώς - όπως σημείωσε - θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της οικονομίας. Συγκεκριμένα, οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό θα επιτρέψουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Ο Π. Ντόλμαν αναφέρθηκε εκτενώς στη σημασία των δράσεων που πρέπει να αναλάβουν οι τράπεζες, σημειώνοντας πως τώρα που υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία, χρειάζεται μεγαλύτερη «επιθετικότητα» ως προς την επίλυση του θέματος των κόκκινων δανείων, καθώς τα υψηλό επίπεδό τους δεν επιτρέπει να υπάρχει νέος δανεισμός, με αποτέλεσμα να συρρικνώνονται τα χαρτοφυλάκιά τους.
Σε ερώτηση σχετικά με το πόσα χρόνια πρέπει διατηρήσει το cash buffer η Ελλάδα, ο αξιωματούχος του Ταμείου δήλωσε πως «για μας, και σύμφωνα με τη συζήτησή μας με τους ευρωπαίους εταίρους και την ελληνική κυβέρνηση, το cash buffer θα ξεκινήσει φέτος στα 24 δισ. ευρώ και θα μειωθεί στο ήμισυ μέχρι το 2020. «Τότε θα επαναξιολογήσουμε τις καταστάσεις στην αγορά και τις κεφαλαιακές ανάγκες της περιόδου», συμπλήρωσε.
Δανάη Μαραγκουδάκη