Το κυβερνητικό χρέος και τα εταιρικά ομόλογα παγκοσμίως ξεπέρασαν τα $100 τρισ. πέρυσι και η αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης φέρνει τα κράτη προ δύσκολων επιλογών, επισημαίνει έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Από το 2021 μέχρι το 2024 το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αυτού ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 20ετίας. Οι δαπάνες των κυβερνήσεων για τόκους έφτασαν το 3,3% του ΑΕΠ στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, υπερβαίνοντας τα ποσά που ξοδεύουν για την άμυνα.
Παρόλο που οι κεντρικές τράπεζες μειώνουν το κόστος χρήματος, τα κόστη δανεισμού παραμένουν αρκετά υψηλότερα σε σύγκριση με την περίοδο πριν από το 2022 όταν ξεκίνησαν οι αυξήσεις επιτοκίων. Η διόγκωση του χρέους έρχεται σε μια φάση που οι κυβερνήσεις βρίσκονται ενώπιον μεγάλων λογαριασμών. Στη Γερμανία η βουλή έδωσε το πράσινο φως για ένα μεγάλο πακέτο δαπανών για τη βελτίωση των υποδομών, στηρίζοντας επίσης την ευρύτερη απόφαση της Ευρώπης να ενισχύσει τις αμυντικές της δαπάνες.
Ο συνδυασμός υψηλότερου κόστους εξυπηρέτησης και αυξημένου ρίσκου όσον αφορά στο χρέος περιορίζει την ικανότητα μελλοντικού δανεισμού σε μια περίοδο που οι επενδυτικές ανάγκες είναι μεγαλύτερες από ποτέ, σημειώνει ο ΟΟΣΑ στην ετήσια έκθεση του. Σχεδόν το ήμισυ του κρατικού χρέους των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ και των αναδυόμενων αγορών και γύρω στο ένα τρίτο του εταιρικού χρέους λήγει μέχρι το 2027.
Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος και υψηλότερου ρίσκου αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο αναχρηματοδότησης καθώς πάνω από το ήμισυ του χρέους τους λήγει τα επόμενα τρία χρόνια και πάνω από το 20% φέτος, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Με το κόστος του χρέους να γίνεται πιο βαρύ οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις πρέπει να διασφαλίσουν ότι ο δανεισμός τους στηρίζει την ανάπτυξη και την αύξηση της παραγωγικότητας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Όταν δε λειτουργούν με γνώμονα αυτό, προσθέτοντας ακριβό χρέος χωρίς να αυξάνεται η παραγωγική ικανότητα της οικονομίας, τότε θα πρέπει να περιμένουν δυσκολότερες ημέρες στο μέλλον. Όμως, από το 2008 οι επιχειρήσεις έχουν χρησιμοποιήσει τον αυξημένο δανεισμό για χρηματοοικονομικούς σκοπούς όπως αναχρηματοδοτήσεις και πληρωμές σε μετόχους ενώ οι εταιρικές επενδύσεις έχουν μειωθεί από τότε, επισημαίνει η έκθεση του ΟΟΣΑ.
Το κόστος δανεισμού μέσω δολαριακών ομολόγων έχει αυξηθεί, από γύρω στο 2% το 2020 στο 6% και υψηλότερα το 2024 και πάνω από 8% στις χώρες υψηλότερου ρίσκου με πιστοληπτική διαβάθμιση junk. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η χρηματοδότηση της μετάβασης σε καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου αποτελεί τεράστια πρόκληση. Με βάση τις τρέχουσες επενδύσεις, οι αναδυόμενες οικονομίες εκτός από την Κίνα θα αντιμετωπίσουν ένα έλλειμμα $10 τρισ. για να ικανοποιήσουν τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή μέχρι το 2050.
Αν οι πρόσθετες επενδύσεις που χρειάζονται για τη μετάβαση χρηματοδοτηθούν με δημόσιους πόρους οι δείκτες χρέους-προς-ΑΕΠ μπορεί να αυξηθούν κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες στις αναπτυγμένες οικονομίες και κατά 41 ποσοστιαίες μονάδες στην περίπτωση της Κίνας έως το 2050. Αν χρηματοδοτηθούν από τον ιδιωτικό τομέα, το χρέος των εταιρειών ενέργειας στις αναδυόμενες οικονομίες εκτός Κίνας θα πρέπει να τετραπλασιαστεί μέχρι το 2035.
Οι κεντρικές τράπεζες που συρρικνώνουν τα χαρτοφυλάκια ομολόγων τους έχουν αντικατασταθεί από τους ξένους επενδυτές και τα νοικοκυριά που πλέον κατέχουν 34% και 11% αντίστοιχα του κυβερνητικού χρέους των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ σε σύγκριση με 29% και 5% το 2021.
Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί ότι η δυναμική αυτή θα είναι δύσκολο να συνεχιστεί.