Μετά την κατάθεση ενός εκ των πρώτων νομοθετημάτων της σημερινής κυβέρνησης -το φορολογικό νομοσχέδιο με το οποίο θεσπίστηκε ο χαμηλός φορολογικός συντελεστής 9% για τους αυτοαπασχολούμενους ενώ μειώθηκαν κατά 1-2 μονάδες όλοι οι συντελεστές κάτι που συνέβη στον πρώτο χρόνο της θητείας- η φορολογική κλίμακα δεν έχει απασχολήσει έκτοτε την επικαιρότητα.
Ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα και αυτό το «πάγωμα» συντελεστών και κλιμακίων, εξελίσσεται σε ένα από τα ποιο αποδοτικά όπλα της κυβέρνησης στην προσπάθεια για τόνωση των φορολογικών εσόδων. Στα χρόνια του πληθωρισμού, (μιλάμε για εποχές πριν από το 2007-2008 και ειδικά στα χρόνια της δραχμής) η τιμαριθμική προσαρμογή της φορολογικής κλίμακας αποτελούσε κεντρικό αίτημα των φορολογουμένων. Ο λόγος;
Η ονομαστική αύξηση των μισθών για την προστασία από την πληθωριστική επέλαση οδηγούσε σε φορολόγηση με υψηλότερο συντελεστή άρα και σε μεγαλύτερη επιβάρυνση. Αυτό συμβαίνει και τώρα, σχεδόν 20 χρόνια μετά. Δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη αλλά η μη τιμαριθμική αναπροσαρμογή της κλίμακας έχει ήδη αρχίσει να αποδίδει τα μέγιστα στον κρατικό κορβανά. Εκατοντάδες χιλιάδες που πήραν αύξηση λόγω της αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, τώρα βλέπουν στο μηνιαίο εκκαθαριστικό ότι πληρώνουν παρακράτηση φόρου κάτι που πέρυσι δεν συνέβαινε.
από 2 εκατομμύρια φορολογούμενοι με χρεωστικά εκκαθαριστικά, βλέπουν ότι φέτος θα πληρώσουν περισσότερα σε σχέση με πέρυσι καθώς η αύξηση εισοδήματος μέσα στο 2021 (είτε λόγω άρσης των περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο) έχει οδηγήσει και σε φορολόγηση με μεγαλύτερο συντελεστή. Ακόμη και ένα 1000άρικο αύξησης σε ετήσια βάση, μπορεί να φτάσει να φορολογείται με 10% υψηλότερο συντελεστή και να στερεί ακόμη και το 40-43% της όποιας αύξησης.
Όσο λοιπόν δεν τιμαριθμοποιείται η κλίμακα, κερδίζει η εφορία. Αυτό θα γίνει πολύ πιο έντονο τους επόμενους μήνες που θα αρχίσουν να πληθαίνουν τα αιτήματα για ονομαστικές αυξήσεις. Όσο για το αν η κυβέρνηση θα βάλει κάποια στιγμή στην ατζέντα της την τιμαριθμική αναπροσαρμογή, γεγονός είναι ότι το θέμα δεν έχει μπει ακόμη στο τραπέζι. Το δημοσιονομικό κόστος είναι μεγάλο και οι προτεραιότητες διαφορετικές. Κρίνεται προτιμότερο μέσα στην πληθωριστική κρίση να επιδοτούνται άμεσα βασικά αγαθά (βλέπε ρεύμα και καύσιμα) παρά να υιοιθετηθεί μια έμμεση παρέμβαση η οποία κοστίζει και δεν γίνεται εύκολα ορατή στον κόσμο. Βέβαια, όσο θα περνάει ο καιρός και οι πληθωριστικές πιέσεις θα συνεχίζονται, τόσο πιο βαρύ θα γίνεται το πλήγμα της στάσιμης κλίμακας. Άλλο ο ανώτατος συντελεστής να είναι το 29% και άλλο το 43%,