Του Γιώργου Φιντικάκη
Δύο ονόματα εκτιμάται ότι θα περιλαμβάνει η short list των εταιρειών της τελικής φάσης του διαγωνισμού διεκδίκησης του 50,1% των ΕΛΠΕ. Αυτά της ολλανδικής Vitol, και της ελβετικής Glencore, που ούτως ή άλλως, ήταν εξαρχής τα αδιαφιλονίκητα φαβορί.
Αν επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες, για τα μάτια των ΕΛΠΕ θα κονταροχτυπηθούν Ολλανδοί και Ελβετοί, ενώ φαίνεται ότι κόβονται και οι υπόλοιπες τρεις υποψηφιότητες: Δηλαδή η κοινοπραξία Carbon Asset Management με την Alshaheen από το Κατάρ, η ιρακινή Alrai Group Holdings Limited και η Gupta Family Group Alliance, βρετανικής ιδιοκτησίας ενός ινδικής καταγωγής επιχειρηματία από τη Ν. Αφρική.
Αν και είχε εν πολλοίς προεξοφληθεί το ενδεχόμενο να "χτυπήσουν" τα ΕΛΠΕ μόνο δύο από τους πέντε στην τελική φάση, εντούτοις αρκετοί θα προτιμούσαν να είναι περισσότεροι οι μνηστήρες. Διότι όσο περισσότεροι διεκδικήσουν μέχρι τέλους τον όμιλο, τόσο θα ενισχυθούν οι πιθανότητες μιας πλειοδοσίας και άρα ενός υψηλότερου τιμήματος.
Από εκεί και πέρα, αμφότερες οι Vitol και Glencore κατέχουν διυλιστήρια και πετρελαϊκές εταιρείες ανά τον κόσμο, επομένως έχουν την οικονομική επιφάνεια να καταβάλουν ποσά 1,1-1,2 δισ. ευρώ, όσο αποτιμάται σύμφωνα με τις εκτιμήσεις το 50,1% του ελληνικού ομίλου. Αμφότεροι συνεργάζονται από παλιά με τα ΕΛΠΕ, είναι από τους βασικούς traders που προμηθεύουν με πετρέλαιο την ελληνική εταιρεία και είχαν κομβικό ρόλο τόσο στην ελληνική κρίση του 2012 όσο και στην αντικατάσταση των παρτίδων του Ιράν.
Σε κάθε περίπτωση, η ανακοίνωση των ονομάτων που θα περάσουν στην επόμενη φάση τοποθετείται από τους γνωρίζοντες μέσα στην 1η εβδομάδα του Ιουλίου. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η ημερομηνία εκδήλωσης δεσμευτικών προσφορών θα ορισθεί κάπου στις αρχές φθινοπώρου και σε μια τέτοια περίπτωση ο πλειοδότης θα ανακηρυχθεί προς τα τέλη του έτους. Δύσκολα ωστόσο έως αδύνατο να έχει κλείσει η συναλλαγή μέχρι το τέλος του έτους, που σημαίνει ότι η καταβολή του τιμήματος μετατίθεται για το 2019.
Όσο για τη Vitol, κάθε ημέρα πουλά επτά εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου και προϊόντων σε πετρελαϊκούς ομίλους, πολυεθνικές, βιομηχανικές και χημικές επιχειρήσεις, αλλά και τις μεγαλύτερες αεροπορικές εταιρείες παγκοσμίως. Πέρυσι, η ολλανδική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1966 στο Ρότερνταμ, διακίνησε 349 εκατ. τόνους αργού πετρελαίου, και εμφάνισε έσοδα 181 δισ. δολαρίων. Διαθέτει 40 γραφεία σε όλο τον κόσμο, των οποίων τα μεγαλύτερα βρίσκονται σε Γενεύη, Χιούστον, Λονδίνο και Σιγκαπούρη.
Στον αντίποδα η Glencore, έχει σαν αντικείμενο της τη παραγωγή, διύλιση, επεξεργασία, αποθήκευση, μεταφορά και εμπορία commodities, από μέταλλα και ορυκτά έως γεωργικά προϊόντα. Εδρεύει στο Baar Zug της Ελβετίας, και εμπορεύεται 6 εκατ. βαρέλια αργού πετρελαίου και εξευγενισμένων προϊόντων ημερησίως. Διαθέτει πάγια παραγωγής πετρελαίου σε Καμερούν, Τσαντ και Γουινέα, είναι μέτοχος με μερίδιο 49% στην εταιρεία αποθήκευσης πετρελαίου και logistics HG, ενώ έχει απευθείας μερίδιο 10% στο διυλιστήριο JAC της Σιγκαπούρης.