Παρά την πανδημική κρίση, το οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων στη χώρα μας, συνέχισε να αναπτύσσεται. Μάλιστα για τη χρονιά που φεύγει, οι νεοφυείς επιχειρήσεις, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα «Start Ups in Greece 2020-21», πέτυχε ορισμένες πρωτιές.
Για παράδειγμα, φέτος είχαμε έξι «εξόδους» -exits όπως αναφέρεται στην γλώσσα των επιχειρηματικών κεφαλαίων- τις περισσότερες από κάθε άλλη χρονιά. H σημαντικότερη δε από αυτές αποτελεί ιστορικό ρεκόρ. Αφορά την InstaShop με έδρα το Dubai, η οποία πωλήθηκε τον περασμένο Αύγουστο για περίπου 307 εκατ. ευρώ (360 εκατ. δολ. ΗΠΑ) στην γερμανική Delivery Hero.
Εξίσου θεαματική είναι και η «έξοδος» των ιδρυτών και των επενδυτών της Softmotive. Η ελληνική εταιρεία που τον περασμένο Μάιο εξαγοράστηκε από την Microsoft, απέφερε στους επενδυτές της ένα τίμημα που δεν ανακοινώθηκε επισήμως, αλλά εκτιμάται κοντά στα 135 εκατ. ευρώ (150 εκατ. δολ. ΗΠΑ). Επίσης σημαντικής αξίας ήταν και η πώληση της Think Silicon στην επίσης αμερικανική Applied Materials. Υπάρχουν άλλες τρεις «έξοδοι» (PushMe, Blendo, β), μικρότερου ύψους, οι οποίες απέφεραν στους ιδρυτές και τους επενδυτές τους σχεδόν μισό δισ. Ευρώ.
Πρόκειται για ένα νέο ιλιγγιώδες ρεκόρ «εξόδων» από νεοφυείς επιχειρήσεις της χώρας. Η InstaShop, παρόλο που έχει έδρα το Dubai, έχει Έλληνες ιδρυτές, ενώ επιπλέον φαίνεται ότι είχε στην εταιρεία μικρή συμμετοχή το ελληνικό venture capital fund, Venture Friends. Σημειώνεται ότι μέχρι σήμερα, όπως αναφέρει η έρευνα της Velocity Partners για λογαριασμό των οργανισμών EIT Digital και Found.tion, o μέγιστος αριθμός «εξόδων» επενδυτών από ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις, δεν είχε ξεπεράσει τον αριθμό 5.
«Αυτό αποτελεί ένα σημάδι ενός αναπτυσσόμενου οικοσυστήματος που αρχίζει να παράγει “εξωτικές” εταιρείες που προσελκύουν τo διεθνές ενδιαφέρον από μεγάλους παίκτες», αναφέρει η έκθεση της Velocity. Ως «έξοδος» από νεοφυή επιχείρηση, χαρακτηρίζεται η πώλησή του 100% των μετοχών της εταιρείας σε ένα στρατηγικό επενδυτή που θα αναλάβει την περαιτέρω ανάπτυξή της ή την πώληση των μετοχών τους που κατέχουν οι επενδυτές, μέσω δημόσιας εγγραφής ή διάθεσης σε άλλους επενδυτές.
Το 2020 όμως παρουσίασε και άλλες ακραίες καταστάσεις στο ελληνικό οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων. Το παγκόσμιο lockdown οδήγησε πολλές από αυτές σε συρρίκνωση.
Η Blueground ανακοίνωσε στο τέλος του περασμένου Μαΐου, απολύσεις που αντιστοιχούσα στο 25% του προσωπικού, ενώ η Welcome Pickups στο τέλος Μαΐου μείωσε κατά 50% το προσωπικό της. Και οι δύο εταιρείες που στο παρελθόν έλαβαν χρηματοδοτήσεις πολλών εκατ. ευρώ, βασίζονται για τις δραστηριότητες τους στη βιομηχανία του τουρισμού.
Επενδύσεις
Εν γένει το 2020, το οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων, όπως αναφέρει η μελέτη της Velocity, προσέλκυσε επενδύσεις ύψους 150 εκατ. ευρώ. Εξ’ αυτών τα 114 εκατ. ευρώ αφορούσαν στις 10 μεγαλύτερες από αυτές περιλαμβάνουν τις εταιρείες Omilia (17,4 εκατ. ευρώ), η TileDB (12,5 εκατ. ευρώ), η Netdata (12,2 εκατ. ευρώ), η Navenio (10,1 εκατ. ευρώ), η Spotawheel (10,0 εκατ. ευρώ), η Belvo (8,6 εκατ. ευρώ), η Plum (8,4 εκατ. ευρώ), η Arrikto (8,4 εκατ. ευρώ) και Byrd (8,2 εκατ. ευρώ). Η μεγαλύτερη επένδυση ωστόσο θεωρείται εκείνη της CVC Capital στην Skroutz, το ποσό της οποίας δεν ανακοινώθηκε επισήμως. Εκτιμάται ωστόσο ότι ξεπερνά τα 20 εκατ. ευρώ.
Το ύψος των επενδύσεων φέτος σε νεοφυείς επιχειρήσεις, σύμφωνα με την Velocity, είναι το ίδιο με εκείνο του 2019 όπου επενδύθηκαν 147 εκατ. ευρώ. Ωστόσο φέτος ήταν μικρότερος ο αριθμός των επενδύσεων που επένδυσαν τα venture capital funds. Για παράδειγμα φέτος, μέσω του επενδυτικού ταμείου EquiFund, χρηματοδοτήθηκαν περίπου 30 επιχειρήσεις αντί 48 που ήταν το 2019. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδυτές έριξαν περισσότερα χρήματα σε λιγότερες επιχειρήσεις. Κάθε γύρος χρηματοδότησης κινήθηκε κατά μέσο όρο στα 1,65 εκατ. ευρώ, έναντι 750 χιλ. ευρώ που ήταν το 2019 και 530 χιλ. ευρώ που ήταν το 2018.
«Ενώ ο αριθμός των επενδύσεων του ταμείου EquiFund έχει μειωθεί ελαφρώς σε σύγκριση με το 2019, το μέσο συνολικό ποσό των επενδύσεων έχει υπερδιπλασιαστεί, δείχνοντας σημάδια ωρίμανσης ενός οικοσυστήματος», αναφέρει η έκθεση. Επιπλέον σημάδι ωρίμανσης, αλλά και αύξησης του διεθνούς ενδιαφέροντος για το ελληνικό οικοσύστημα των start ups, είναι ότι αυξήθηκαν οι τρίτοι επενδυτές των νεοφυών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την Velocity, για κάθε 1 ευρώ επενδύσεων που πραγματοποίησε το EquiFund, επιπλέον 3,5 ευρώ αντλήθηκαν από άλλους επενδυτές το 2020.
Συγκεκριμένα το EquiFund χρηματοδότησε με 34 εκατ. ευρώ 30 επιχειρήσεις, οι οποίες άντλησαν επιπλέον χρηματοδότηση από τρίτους ύψους 108 εκατ. ευρώ. Το 2019, η αναλογία EquiFund και τρίτων επενδυτών ήταν 1 προς 2,7. Σημειώθηκε έτσι αύξηση σχεδόν 25%, δείχνοντας ότι το ελληνικό οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων αντλεί όλο και μεγαλύτερα ποσά από ξένους επενδυτές ή ότι καθίσταται περισσότερο εξωστρεφές.
Το EquiFund δημιουργήθηκε το 2017 από την Ελληνική κυβέρνηση και τον Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF) διαθέτοντας πόρους 400 εκατ. ευρώ (300 εκατ.ευρω δημόσια χρηματοδότηση και 100 εκατ. ευρώ ιδιωτική) για υλοποίηση επιχειρηματικών συμμετοχών, κυρίως σε νεοφυείς επιχειρήσεις που επενδύουν στο τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας. Η κίνηση αυτή έχει ήδη ενισχύσει την νέα επιχειρηματικότητα αφού πλέον το ελληνικό οικοσύστημα νεοσύστατων εταιρειών προσελκύει μεγαλύτερη προβολή αλλά και επενδύσεις από το εξωτερικό.
Μέχρι στιγμής έχουν απορροφηθεί τα 123 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 92 εκατ. ευρώ σε πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις τεχνολογίας. Πάντως όπως αναφέρει η έκθεση της Velocity, οι εταιρείες του χαρτοφυλακίου τoυ EquiFund, απασχολούσαν περίπου 2.250 άτομα σε όλη την Ελλάδα μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2019.
H πιο σημαντική συμβολή του ωστόσο μπορεί να είναι μη μετρήσιμη ακόμη. Σύμφωνα με τη μελέτη, η δραστηριότητα των venture capital funds στην Ελλάδα που στη πλειοψηφία τους στηρίζονται από το EquiFund, εικάζεται ότι αντέστρεψε την αρνητική τάση της «διαρροής εγκεφάλων (brain drain)» που ξεκίνησε πριν από μια δεκαετία. «Παρόλο που είναι δύσκολο να προσδιοριστούν συγκεκριμένοι αριθμοί, το δίκτυό μας επιβεβαιώνει ότι ένας μεγαλύτερος αριθμός Ελλήνων επαγγελματιών επιστρέφει. Η τρέχουσα κρίση έχει δείξει ότι είναι δυνατόν να εργαστούμε από σχεδόν οπουδήποτε, γιατί λοιπόν όχι από την Ελλάδα;».