Του Βασίλη Γεώργα
Ο Πάολο Τζεντιλόνι τάσσεται υπέρ της μείωσης των πλεονασμάτων και η Κριστίν Λαγκάρντ υπέρ της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δύο εξελίξεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν σε μεγάλο βαθμό τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να οδηγήσουν σε πολύ υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από το 2,8% που γράφει ο κρατικός προϋπολογισμός.
Θα μπορούσε η χθεσινή ημέρα να είναι μία από τις καλύτερες των τελευταίων ετών για την ελληνική οικονομία, καθώς οι δηλώσεις του Ευρωπαίου Επιτρόπου Οικονομικών και της προέδρου της ΕΚΤ, δείχνουν να αλλάζουν τα δεδομένα. Όμως και οι δύο αξιωματούχοι μίλησαν για τις προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν στην επίτευξη των στόχων αυτών και όχι για εν εξελίξει διαδικασίες.
Στην κυβέρνηση γνωρίζουν ότι τίποτα δεν θα τους χαριστεί και γι’ αυτό εξαρχής ο πρώτος στόχος ήταν η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απέναντι στη χώρα. Τώρα που βλέπουν ότι ο στόχος επιτυγχάνεται προετοιμάζεται η δεύτερη φάση διαπραγματεύσεων αν και όλοι γνωρίζουν ότι είναι δύσκολο να καμφθούν οι γερμανικές αντιστάσεις κυρίως στο θέμα των πλεονασμάτων. Εκτός, όμως, από τον Τζεντιλόνι, υπέρ της μείωσης τάσσεται και η Λαγκάρντ, η οποία θα μπορούσε να μην διατηρήσει την ίδια άποψη που εξέφραζε και ως επικεφαλής του ΔΝΤ, επικαλούμενη τα νέα της καθήκοντα και ότι εκπροσωπεί πλέον έναν άλλο οργανισμό.
Η Λαγκάρντ δεν μπορεί να επηρεάσει άμεσα τις εξελίξεις καθώς οι αποφάσεις λαμβάνονται σε επίπεδο Eurogroup, αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η ΕΚΤ αποτελεί έναν από τους θεσμούς που αξιολογούν την Ελλάδα.
Όσο για την ποσοτική χαλάρωση, η πρόεδρος της ΕΚΤ έχει εξαρχής ξεκαθαρίσει πως οι ελληνικοί τίτλοι θα ενταχθούν στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων μόνο όταν καταστούν επιλέξιμοι, που συνεπάγεται ότι το ελληνικό δημόσιο θα έχει αναβαθμιστεί στην «επενδυτική βαθμίδα». Πιθανότητες να μπει η Ελλάδα κατ’ εξαίρεση στο QE πριν την έξοδο από τα «σκουπίδια» υπάρχουν όμως αν κρίνουμε από τη στάση των Ευρωπαίων στο θέμα των πλεονασμάτων, είναι από περιορισμένες έως μηδαμινές.
Με τα σημερινά δεδομένα η Ελλάδα θα αναβαθμιστεί σε «investment grade» και τα ομόλογα της θα γίνουν αμέσως επιλέξιμα για το QE μέσα στο 2021, έτος στο οποίο υπάρχουν σοβαρές ελπίδες να μειωθεί είτε με άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο και ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Αν υποθέσουμε ότι ο στόχος θα μειωθεί στο 2,2%, η ελληνική οικονομία θα αποκτήσει άμεσα δημοσιονομικό χώρο της τάξης των 2,5 δις. ευρώ που θα πάνε κατά κύριο λόγο σε μειώσεις φόρων.
Μία τέτοια εξέλιξη θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία που σε συνδυασμό με την εισροή ξένων κεφαλαίων λόγω επενδυτικής βαθμίδας και QE, μπορεί με βάση τα όσα υποστηρίζουν αναλυτές να πιέσει προς τα πάνω τον ρυθμό ανάπτυξης τόσο που σήμερα δεν έχει προβλεφθεί από κανένα ξένο οίκο ή οργανισμό.
Πριν από λίγες ημέρες, το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών ανέφερε ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε ένα πολύ σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας, ώστε να μετατραπεί η τρέχουσα μεγέθυνση σε ισχυρή και μεσοπρόθεσμα διατηρήσιμη ανάπτυξη, συνδέοντας στην ουσία την αναπτυξιακή έκρηξη της χώρας με μία σειρά ενεργειών και εξελίξεων, όπως η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η άρση της ακραίας αβεβαιότητας που κυριάρχησε για μια σχεδόν δεκαετία, έχει από μόνη της ευεργετικά αποτελέσματα, σημειώνει το ΙΟΒΕ, εκτιμώντας ότι το 2021 θα είναι η πρώτη μετά από μια δεκαετία, όπου η ελληνική οικονομία θα μπορεί να είναι περισσότερο στραμμένη στις προκλήσεις του μέλλοντος παρά στα προβλήματα που κληρονομεί από το παρελθόν.
Το ΙΟΒΕ αναμένει κλιμάκωση ανάπτυξης το 2020, σε 2,2% - 2,5%, από μεγαλύτερη επενδυτική δραστηριότητα, λόγω πιστωτικής επέκτασης, φοροελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις, έργα σε αποκρατικοποιήσεις – παραχωρήσεις (+16%), νέα αύξηση εξαγωγών (+5,5 - 6,0%) και ανάκαμψη ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,4%). Μικρή περιστολή καταναλωτικών δαπανών δημοσίου κατόπιν της περυσινής ανόδου και από μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών (-0,8%). Η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση θα αποτυπωθεί στις εισαγωγές (+6,5 - 7,0%).