Του Γιώργου Φιντικάκη
Ζούμε για να πληρώνουμε ολοένα και περισσότερους φόρους και εισφορές Σκανδιναβίας, που αντιστοιχούν σχεδόν στο… μισό ΑΕΠ της Ελλάδας, όταν συνεχίζουμε να απολαμβάνουμε βαλκανικές παροχές.
Συγκρίνοντας τα τελευταία στοιχεία που συγκέντρωσε ο ΣΕΒ, επιβεβαιώνεται η «ποινικοποίηση» της εργασίας, με τα συνολικά φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ να ανέρχονται σε 48,8%, κατέχοντας την 7η υψηλότερη θέση ανάμεσα στους 28 της ΕΕ, μπροστά από Αυστρία, Ιταλία, Κροατία, Γερμανία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Βρετανία, και φυσικά Βουλγαρία, Ρουμανία και Ιρλανδία.
Στις περισσότερες από τις παραπάνω χώρες, οι παροχές είναι ευθέως ανάλογες της φορολογικής επιβάρυνσης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο μέσος ευρωπαϊκός όρος κινείται στο 44,9%, και ότι το 2009 τα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκονταν μόλις στο... 38,3% του ΑΕΠ.
Σε αυτή τη μεγάλη ληστεία που χρόνο με το χρόνο γίνεται όλο και πιο άγρια, πρωταγωνιστούν οι ασφαλιστικές εισφορές. Στη κατηγορία αυτή η Ελλάδα κατέχει την 9η υψηλότερη θέση στη λίστα, με τα έσοδα από εισφορές να ανέρχονται στο 14,6% του ΑΕΠ, επίσης πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (13, 3%).
Και εδώ, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά από Ολλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Φιλανδία, Πορτογαλία, Κροατία, Ρουμανία, Κύπρος, Ουγγαρία, Βρετανία, και Ιρλανδία, ενώ Σουηδία και Δανία έχουν τις χαμηλότερες εισφορές πανευρωπαϊκά.
Αθροιστικά η Ελλάδα έχει υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, τόσο σε φόρους και σε εισφορές, από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα συνολικά μας έσοδα να είναι κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες περίπου υψηλότερα.
Αν και μαζεύουμε περισσότερα έσοδα, γιατί έχουμε να πληρώσουμε 1,2 μονάδες παραπάνω σε τόκους, 3,5 μονάδες παραπάνω σε συντάξεις και κοινωνικές παροχές σε χρήμα, και 2 μονάδες παραπάνω σε μισθούς, εντούτοις το ελληνικό κράτος ξοδεύει πολύ λιγότερα (5 μονάδες) απ' ό,τι η μέση ευρωπαϊκή χώρα, σε μη μισθολογικές δαπάνες για την παροχή των δημοσίων αγαθών παιδείας, υγείας, άμυνας, τάξης και ασφάλειας, δικαστήρια, εφορίες, τελωνεία, συντήρηση γεφυρών, δρόμων, λεωφορείων, κ.ο.κ.
Όμως, ο πραγματικός δείκτης ευημερίας μιας χώρας έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την ποιότητα και την ποσότητα των δημόσιων αγαθών που παρέχει στους πολίτες της. Όταν υπερφορολογούνται η εργασία και οι επιχειρήσεις χωρίς να επιστρέφονται αντίστοιχου επιπέδου δημόσια αγαθά, είναι προφανές ότι η χώρα οδηγείται σε αδιέξοδο.
Σήμερα η Ελλάδα επιβάλλει φόρους «Σκανδιναβίας» χωρίς όμως να προσφέρει και αντίστοιχες υπηρεσίες. Μάλιστα η πρόσφατη δημόσια παραδοχή του υπουργείου Οικονομικών σε σχετική έκθεση ότι το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα ανέρχεται σε περίπου 35 δις ευρώ (!) κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη εξορθολογισμού των φόρων και εντατικοποίησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής.
Τα πράγματα δείχνουν ακόμη χειρότερα αν ανατρέξει κανείς σε παλιότερη έκθεση του ΣΕΒ, με στοιχεία από την βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ (Taxing Wages 2016).
Σύμφωνα με εκείνα τα στοιχεία, το κράτος στην Ελλάδα παίρνει το 57% του εισοδήματος ενός εργαζόμενου, έναντι 52% στην Γερμανία, 43% στην Ισπανία, 38% στην Ολλανδία, και μόλις… 27% στην Κύπρο. Και αρκεί φυσικά να σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για χώρες με πολύ μεγαλύτερα οικονομικά μεγέθη από την δική μας, και άλλο επίπεδο ανταποδοτικών παροχών.
Σε κάθε περίπτωση εκτιμάται ότι είναι εφικτή μια μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά 2 έως 2,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, όχι μόνο με μείωση των φορολογικών συντελεστών, αλλά και με την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, τη διατήρηση καλού οικονομικού κλίματος και της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης σε υψηλό επίπεδο, την πάταξη της φοροδιαφυγής, τη μείωση περιττών δαπανών λειτουργίας του κράτους μέσω αύξησης της παραγωγικότητας, δηλαδή στόχους που παραμένουν τόσα χρόνια, απλές υποσχέσεις.