Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Και τώρα αρχίζει το μεγάλο ξεσκαρτάρισμα. Την περασμένη Παρασκευή ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της πιο αυστηρής άσκησης ακραίων καταστάσεων που έχει γίνει ποτέ στην Ευρώπη, ενώ προχθές η ΕΚΤ επέλεξε τον Ιταλό Αντρέα Ένρια για τη θέση του επικεφαλής του SSM, με βασική αποστολή τη μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Τα ευρωπαϊκά stress tests και η εκλογή Ένρια, αποτελούν στην ουσία την έναρξη μιας περιόδου που θα φέρει κοσμογονικές αλλαγές στον τραπεζικό κλάδο. Οι εξελίξεις, μάλιστα, θα μπορούσαν να επιταχυνθούν στην περίπτωση που υπάρξουν εξωτερικές αναταράξεις ή μια νέα κρίση στην Ευρώπη λόγω Ιταλίας.
Με φόντο την τραπεζική ένωση – άσχετα αν θα ολοκληρωθεί σύντομα ή όχι - η βασική «ντιρεκτίβα» της ΕΚΤ είναι να δημιουργηθούν πανευρωπαϊκοί τραπεζικοί «πρωταθλητές» που θα έχουν το μέγεθος, το εκτόπισμα και την ικανότητα να ανταγωνιστούν τα τραπεζικά μεγαθήρια των ΗΠΑ και της Κίνας.
Τράπεζες που βρίσκονται στην «εντατική» θα χαθούν από το χάρτη και μεγάλα σχήματα θα δημιουργηθούν μετά από ένα ντόμινο διασυνοριακών εξαγορών και συγχωνεύσεων. Στο θέμα έχουν αναφερθεί αρκετές φορές στο παρελθόν, τόσο ο Μάριο Ντράγκι (έχει μιλήσει για «τραπεζικό συναστισμό» στην Ευρώπη), όσο και η Ντανιέλ Νουί (πρόσφατα έκανε λόγο για πανευρωπαϊκές τράπεζες). Στη νέα πραγματικότητα της επόμενης δεκαετίας ενδέχεται να δούμε κολοσσιαία τραπεζικά deals με στόχο να δοθεί λύση στη χαμηλή κερδοφορία, να αποφευχθούν χρεοκοπίες, αλλά και η εφαρμογή του bail-in.
Χωρίς καμία αμφιβολία ο ρόλος των ελληνικών τραπεζών σε αυτή τη διαδικασία θα κριθεί από την επιτυχία του μεγάλου project μείωσης των «κόκκινων» δανείων, κάτι που σημαίνει ότι η επόμενη τριετία είναι απολύτως κρίσιμη για το μέλλον τους. Η είσοδος επενδυτών στις ελληνικές τράπεζες θεωρείται επιβεβλημένη καθώς κάποια στιγμή θα πρέπει να πουλήσει το ΤΧΣ τα μερίδιά του.
Σημειώνεται ότι η λειτουργία του ΤΧΣ λήγει τυπικά τον Ιούνιο του 2020, ενώ ο επικεφαλής του Ταμείου, Μάρτιν Τζούρντα, δήλωσε πριν από λίγες ημέρες ότι όραμά του είναι η είσοδος στρατηγικών επενδυτών στις ελληνικές τράπεζες οι οποίοι θα ενισχύσουν τη ρευστότητα με την οποία θα καλυφθούν τα NPLs.
Οι τράπεζες που θα πρωταγωνιστήσουν στα deals είναι εκείνες που συνδυάζουν το μέγεθος με τα υγιή οικονομικά στοιχεία. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να δούμε και συμφωνίες όπως η φημολογούμενη συγχώνευση της Deutsche Bank με την Commerzbank που στην ουσία θα δημιουργούσε έναν εθνικό πρωταθλητή στη Γερμανία που στη θεωρία τουλάχιστον δεν θα κινδύνευε να καταλήξει… στα χέρια ξένου τραπεζικού ομίλου. Παράλληλα, οι εθνικοί πρωταθλητές – όχι μόνο στη Γερμανία – θα διαδραμάτιζαν καταλυτικό ρόλο στην αποφυγή κεφαλαιακών εκροών στο εξωτερικό.
Τι μας λένε, λοιπόν, τα stress tests για την επόμενη ημέρα; Η ολλανδική ING (10,7%), οι γαλλικές BCPE (10,69%), BNP (8,64%) και Credit Agricole (10,21%), η ισπανική Santander (9,2%) και η βρετανική HSBC (9,18%) είναι οι τράπεζες με τους καλύτερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας από την κατηγορία των μεγάλων τραπεζών.
Στη «δεύτερη κατηγορία» των μεγάλων τραπεζών βρίσκονται πιστωτικοί όμιλοι που ναι μεν διαθέτουν το όνομα και το εκτόπισμα και «πέρασαν» την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, αλλά εμφανίζουν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας που θα μπορούσαν να τους προκαλέσουν προβλήματα.
Πρόκειται για τη γερμανική Deutsche Bank (8,14%), τη γαλλική SocGen (7,61%), τη βρετανική Lloyds (6,80%) και την επίσης βρετανική Barclays (6,37%), η οποία αξίζει να σημειωθεί ότι εμφάνισε τον χαμηλότερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας όχι μόνο μεταξύ των 10 μεγαλύτερων τραπεζών στην Ευρώπη αλλά και στο σύνολο των 48 τραπεζών που έλαβαν μέρος στα stress tests.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι καλύτερες τράπεζες βάσει δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας προέρχονται από τη Σκανδιναβία. Η σουηδική Swedbank ξεχωρίζει με common equity Tier 1 στο 21,98% και ακολουθεί η Handelsbanken με 19,53%, η Nordea με 16,68% και η SEB με 16,47%.
Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DGComp) θα βρεθεί στο επίκεντρο της αναδιαμόρφωσης του τραπεζικού τοπίου στην Ευρώπη καθώς οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις θα δημιουργήσουν σχήματα που ενδεχομένως βρεθούν αντιμέτωπα με κανονιστικά εμπόδια, ενώ από το ποιος θα είναι ο διάδοχος του Μάριο Ντράγκι στο τιμόνι της ΕΚΤ θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό η ταχύτητα εξέλιξης της διαδικασίας συγκέντρωσης του τραπεζικού κλάδου.