Του Βασίλη Γεώργα
Σε αυτή τη χώρα οι επενδύσεις και η ανάπτυξη έρχονται πάντα «από του χρόνου». Παραμονές της νέας φορολογικής επιδρομής και των περικοπών 5,4 δισ. ευρώ, οι εταίροι προβλέπουν ότι αν ψηφιστούν τα μέτρα και κλείσει η αξιολόγηση, από το 2017 η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει σε έκρηξη επενδύσεων κατά 11,6% μετά από σχεδόν μια δεκαετία κατάρρευσης από τα 65 στα 19 δις. ευρώ. Ποιος θα τις φέρει όμως;
Σε αυτή τη χώρα οι επενδύσεις και η ανάπτυξη έρχονται πάντα «από του χρόνου». Έτσι προβλέπεται να γίνει και φέτος όπου το μόνο άμεσο θα είναι και πάλι οι φόροι, κι από του χρόνου «βλέπουμε» για τα υπόλοιπα. Προς το παρόν πολίτες και επιχειρήσεις βιώνουν μια ακόμη καταδρομική επίθεση του κράτους και των δανειστών στα εισοδήματα και τις περιουσίες τους, με το επιχείρημα πως αυτή είναι η συνταγή για να μαγειρευτεί σωστά το πρωτογενές πλεόνασμα των επόμενων ετών και έτσι να επιστρέψει η εμπιστοσύνη, να τονωθεί το κλίμα και να έρθει ανάπτυξη.
Προς επίρρωση των παραπάνω η «σύμμαχος» Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ, προέβλεψε στην εαρινή έκθεσή που δημοσιεύτηκε χθες, ότι αν ότι αν η Ελλάδα ψηφίσει τα μέτρα και κλείσει η αξιολόγηση, από το 2017 θα γνωρίσει την μεγαλύτερη επενδυτική έκρηξη σε όλη την Ευρώπη και θα καταγράψει έναν από τους ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ των κρατών μελών. Σύμφωνα με την έκθεση οι επενδύσεις θα αυξηθούν με ρυθμό 11,6% σε σχέση με το 2016 και το ΑΕΠ θα ανακάμψει κατά 2,7%.
Σε καμία άλλη χώρα της Ε.Ε δεν προβλέπεται τόσο μεγάλη άνοδος των επενδύσεων όσο στην περίπτωση της Ελλάδας αφού, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, ο μέσος όρος ανόδου των επενδυτικών δαπανών στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι μόλις 3,8%. Με βάση τις προβλέψεις, από το 2017 η αύξηση των επενδύσεων θα είναι εστιασμένη κυρίως στον πάγιο εξοπλισμό (+15%) και στις κατασκευές όπου προβλέπεται αύξηση 8% έναντι μείωσης 3,5% φέτος.
Μη ρωτάτε πως και με ποιων τα λεφτά θα συμβεί αυτό το μικρό θαύμα που δεδομένων των περιορισμών στα δημόσια οικονομικά καθιστά τις επενδύσεις ως τον πλέον καθοριστικό παράγοντα για να ξεκολλήσει από την ύφεση η οικονομία. . Η Κομισιόν δεν απαντά στο κρίσιμο ερώτημα. Παραπέμπει αόριστα μόνο στα σημαντικά οφέλη που θα επιφέρει η έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης, τα οποία θα είναι σε κάθε περίπτωση βραχυπρόθεσμα σημαντικά από τη στιγμή που τα ελληνικά ομόλογα μπουν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΕ, επανέλθει το waiver για τις ελληνικές τράπεζες και εκταμιευθούν τα 5,7 δις. ευρώ της δόσης μέρος των οποίων θα επιτρέψει τη μείωση των χρεών προς τον ιδιωτικό τομέα.
Σύμφωνα με την έκθεση ενώ το 2016 οι επενδύσεις θα καταγράψουν νέα μείωση κατά 0,9% λόγω της πιστωτικής ασφυξίας που συνεχίζεται, ωστόσο ο περιορισμός της αβεβαιότητας από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η σταδιακή άρση των capital controls θα συμβάλλουν στην ανάκαμψή τους στη συνέχεια. Το σενάριο αυτό το ακούμε να επαναλαμβάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια χωρίς δυστυχώς να επιβεβαιώνεται.
Αύξηση 11,6% στις επενδύσεις μεταφράζεται σε περίπου 2,2 δισ. ευρώ περισσότερα χρήματα στην πραγματική οικονομία από το 2017 αν λάβει κανείς υπόψη το ότι φέτος οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου θα υποχωρήσουν κοντά στα 19 δισ. ευρώ, επίπεδα που είναι τα χαμηλότερα εδώ και δεκαετίες. Το μέγεθος από μόνο του μπορεί να μην λέει πολλά, αλλά θα πρέπει να σκεφτούμε ότι από το 2008 μέχρι σήμερα οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65 δισ. ευρώ ή σε ποσοστό πάνω από 70%, έχοντας φτάσει να αντιστοιχούν σε περίπου 10% του ΑΕΠ.
Δεδομένου ότι εδώ και 9 χρόνια οι επενδύσεις σταθερά υποχωρούν (με εξαίρεση το 2014 που ανέκαμψαν κατά 9,8% λόγω της δημιουργίας αποθεμάτων), ηχεί κάπως παράδοξο να περιμένει κανείς ότι θα σημειώσουν αλματώδη αύξηση όχι μόνο το 2017 αλλά και τα επόμενα χρόνια, μόνο και μόνο επειδή θα βελτιωθεί το κλίμα μετά την πρώτη αξιολόγηση.
Το κλίμα είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος, αλλά δεν αρκεί. Θα περίμενε κανείς από την κυβέρνηση και τους δανειστές να έχουν ήδη συμφωνήσει στο περιβόητο «αναπτυξιακό σχέδιο της χώρας η παρουσίαση του οποίου βρίσκεται σε εκκρεμότητα από τον περασμένο Μάρτιο και στην ψήφιση του νέου Επενδυτικού Νόμου ο οποίος παραμένει «προς εξέταση» σε κάποιο συρτάρι των γραφειοκρατών της Κομισιόν.
Παραμένουν έτσι ως βασικά διαθέσιμα όπλα στον πόλεμο κατά της ύφεσης τόσο για το 2016 όσο και για το 2017 αφενός το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αφετέρου τα κεφάλαια από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Για την προσέλκυση μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων κανείς δεν μπορεί να κάνει λόγο αφού παρότι αρκετές βρίσκονται εν υπνώσει σε τομείς όπως η ενέργεια, τα logistics, οι μεταφορές, ο τουρισμός κλπ., εξακολουθεί να υπάρχει ανασφάλεια και έλλειψη ρευστότητας για να ενεργοποιηθούν. Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων έχει παγώσει λόγω της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης σε ότι αφορά επιμέρους αποκρατικοποιήσεις, παρότι από ταμειακής πλευράς οι στόχοι για το 2016 (περίπου 2 δισ. ευρώ) βρίσκονται κοντά στο να επιτευχθούν λόγω της είσπραξης των 1,6 δις. ευρώ από την παραχώρηση των Περιφερειακών Αεροδρομίων και τον ΟΛΠ.
Τις περιορισμένες δυνατότητες άντλησης ρευστότητας των επιχειρήσεων από τις τράπεζες θα αναπληρώσει εν μέρει σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ η επιτάχυνση υλοποίησης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Από αυτή θα υποστηριχθεί ο κατασκευαστικός κλάδος μέσω της υλοποίησης ή της προκήρυξης νέων δημόσιων έργων.
Παρά τα περιορισμένα περιθώρια για μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, με την πρόβλεψη ότι επέρχεται «επενδυτική άνοιξη» στην Ελλάδα δεν συμμερίζεται μόνο η κυβέρνηση αλλά και άλλοι διεθνείς οργανισμοί, όπως λ.χ. ο ΟΟΣΑ που εκτιμά ότι το 2017 οι επενδύσεις στην Ελλάδα θα αυξηθούν με ρυθμό 8,6%, καθώς και το ΔΝΤ. Το τελευταίο, μάλιστα, έχει διατυπώσει την εκτίμηση πως το επίπεδο των επενδύσεων στην Ελλάδα θα μπορούσε να αυξηθεί σε πάνω από 42 δις. ευρώ το χρόνο μέχρι το 2019, σημειώνοντας μια σωρευτική αύξηση άνω του 100% συγκριτικά με τα σημερινά επίπεδα. Είναι στην ουσία το σενάριο για το οποίο έχει πολλές φορές μιλήσει ο ΣΕΒ και ο ΙΟΒΕ σύμφωνα με το οποίο η οικονομία χρειάζεται περίπου 100 δις. ευρώ πρόσθετες επενδύσεις την επόμενη πενταετία (επιπλέον 20 δις. ευρώ ετησίως) για να καλύψει την κατάρρευση που έλαβε χώρα στα χρόνια της ύφεσης.
Άλλες οικονομικές αναλύσεις είναι πιο συγκρατημένες. Σε μια αντίστοιχη της Eurobank προβλέπονταν ότι για να αυξηθούν οι επενδύσεις από το 12% του ΑΕΠ που έφταναν το 2013 στο 19% στο τέλος της δεκαετίας, χρειάζεται η χώρα να επιτυγχάνει μέση αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,3% την περίοδο 2015-2020, ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις να μειωθεί στο 22%, το μέσο πραγματικό επιτόκιο να υποχωρήσει στο 4% μέχρι το τέλος του 2020 και τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα να αυξάνονται με μέσο ρυθμό 2%.
Μέχρι στιγμής οι επιδόσεις βρίσκονται πολύ μακριά από το στόχο. Τα στοιχεία για το 2015 έδειξαν ότι η οικονομία παρέμεινε στάσιμη, το 2016 θα κλείσει με μικρή ύφεση μεταξύ 0,3 έως 0,6%) ενώ αν με το καλό το 2017 επιστρέψουμε σε ανάπτυξη το 2017 αυτή προβλέπεται κοντά στο 2,7%. Την ίδια στιγμή οι στρόφιγγες των πιστώσεων στον ιδιωτικό τομέα παραμένουν κλειστές και δεν αναμένεται να ανοίξουν γρήγορα, τα επιτόκια δανεισμού ακόμη και αν υποχωρήσουν τους επόμενους μήνες δύσκολα θα πέσουν κάτω από το 5%, και οι φορολογικές επιβαρύνσεις αντί να μειώνονται, θα αυξάνουν σταθερά μέχρι το τέλος της δεκαετίας.