Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ο «πόλεμος» μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ απειλεί να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για την παγκόσμια οικονομία, καθώς για πρώτη φορά μετά από αρκετές δεκαετίες οι τεχνοκράτες των κεντρικών τραπεζών δέχονται άγριο πόλεμο από λαϊκιστές ηγέτες. Ανεξάρτητα αν γνώριζε ή δεν γνώριζε αν μπορεί να απολύσει τον διοικητή της Fed, και μόνο η επιθυμία του Αμερικανού προέδρου να καθαιρέσει τον επικεφαλής για τη νομισματική πολιτική επειδή του χάλασε… το πάρτι στη Wall Street, δείχνει ότι η σύγκρουση συμφερόντων στην εποχή μας έχει περάσει σε άλλο επίπεδο.
Ο απρόβλεπτος Τραμπ δεν είναι ο μοναδικός αρχηγός κράτους που τα βάζει με την κεντρική τράπεζα. Λαϊκιστές ηγέτες στη Ρωσία, στην Τουρκία, στην Ινδία, ακόμη και στη Νότια Αφρική παραπονιούνται ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν αφήνουν τις οικονομίες να «ανασάνουν». Πόσο ανεξάρτητες πρέπει να είναι οι κεντρικές τράπεζες και ποιος θα πρέπει να αποφασίζει για τον έλεγχο των ροών του χρήματος; Το βασικό πρόβλημα είναι ότι οι τεχνοκράτες των κεντρικών τραπεζών λειτουργούν πολλές φορές χωρίς… συναίσθημα (μόνο ο Ντράγκι κατηγορήθηκε ότι ενέργησε με γνώμονα το συμφέρον των χωρών του Νότου), ενώ οι πολιτικοί «τυφλώνονται» από την ανάγκη τους να φέρουν ανάπτυξη και θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ο «Τραμπισμός» τέτοιου είδους έχει εφαρμοστεί και στην Ευρώπη. Μπορεί να μην είναι λαϊκιστής, αλλά ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αντιδρούσε σε κάθε επιλογή του Μάριο Ντράγκι και πολύ θα ήθελε να τον… εκθρονίσει από την ΕΚΤ, ενώ στην Ελλάδα η κυβέρνηση βρίσκεται σε μόνιμο «πόλεμο» με τον Γιάννη Στουρνάρα στην ανεπιτυχή προσπάθειά της να ελέγξει τον τραπεζικό κλάδο. Στη χώρα μας, μάλιστα, η κόντρα της εκτελεστικής εξουσίας με την κεντρική τράπεζα έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία διότι η ΤτΕ δεν λαμβάνει τις βασικές αποφάσεις νομισματικής πολιτικής αλλά συμβάλλει στην λήψη τους σε επίπεδο Ευρωζώνης και διασφαλίζει την εφαρμογή τους. Είναι αδιανόητο για μία χώρα-μέλος της Ευρωζώνης που προσπαθεί να ανακάμψει από την χειρότερη περίοδο στη μεταπολεμική ιστορία της, να μην συνεργάζεται ο πρωθυπουργός με τον κεντρικό τραπεζίτη.
Τόσο ο Πάουελ όσο και ο Ντράγκι αποδεικνύουν σήμερα ότι η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών δεν είναι μία θεωρητική υπερβολή αλλά μία πραγματικότητα καθώς ο έλεγχος των ροών του χρήματος αποτελεί το... άγιο δισκοπότηρο για τους ισχυρούς του κόσμου. Και όταν τα συμφέροντα συγκρούονται, τότε συχνά πυκνά οι λαϊκιστές ηγέτες έχουν εντελώς διαφορετική άποψη από τους τεχνοκράτες για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να «τρέχει» η οικονομία και να λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα.
Στις ΗΠΑ, η κόντρα μεταξύ του Τραμπ και του Τζερόμ Πάουελ δείχνει να παίρνει απρόβλεπτες διαστάσεις, με τον «πλανητάρχη» να χαρακτηρίζει τη Fed «τρελή» και «μεγαλύτερη οικονομική απειλή» για τις ΗΠΑ ακόμη και από την Κίνα. Και επειδή ο Τραμπ τα κάνει όλα καλά και πάντα ευθύνονται οι «κακοί» στενοί ή λιγότερο στενοί συνεργάτες του, έχει εντοπίσει ότι το μοναδικό πρόβλημα για την αμερικανική οικονομία σήμερα δεν είναι άλλο από την ίδια τη Fed. Όμως ο Πάουελ δεν αναμένεται να αλλάξει κατεύθυνση καθώς αναλυτές, όπως ο γνωστός βετεράνος τραπεζίτης και αντιπρόεδρος της Pimco, Τζον Σταντζίνσκι, εκτιμούν ότι οι πιέσεις του Τραμπ θα κάνουν την Fed να γίνει ακόμη πιο ανεξάρτητη.
Η κατά μέτωπο επίθεση του Αμερικανού προέδρου κατά του Πάουελ για τα επιτόκια προφανώς και δεν έχει τις ρίζες της στις ανησυχίες του Τραμπ για τη νομισματική πολιτική. Αυτό που τον ενδιαφέρει πρωτίστως είναι ο αντίκτυπος που έχουν οι αποφάσεις της Fed στην πορεία της Wall Street, αφού από τη στιγμή που μετακόμισε στο Λευκό Οίκο πάντοτε αναφερόταν στην άνοδο των μετοχών ως αντεπιχείρημα σε όσους αμφισβητούσαν τις πολιτικές του επιλογές. Βέβαια, ο εμπορικός πόλεμος άλλαξε τα πάντα αφού κάθε μήνας που περνούσε μέσα στο 2018 οι προβληματισμοί γίνονταν ανησυχίες και οι ανησυχίες φόβοι για επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Το ποτήρι στις σχέσεις Πάουελ-Τραμπ ξεχείλισε όταν ο πρώτος αγνόησε τον δεύτερο και προχώρησε στην τέταρτη κατά σειρά αύξηση των επιτοκίων μέσα στο έτος, επιταχύνοντας το γνωστό «tapering», ενώ παράλληλα έκανε λόγο για δύο ακόμη αυξήσεις το 2019, έναντι τριών προηγουμένως.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει εδώ και χρόνια στην Ευρώπη, όπου ο Μάριο Ντράγκι αιφνιδίασε τους πάντες – και κυρίως τη Γερμανία – όταν είπε ότι θα κάνει τα πάντα για να σώσει το ευρώ, ενώ μέχρι και σήμερα κρατάει με… νύχια και με δόντια σε ισχύ το πρόγραμμα αγορά ομολόγων (QE) και τα επιτόκια στο μηδέν. Ο Ντράγκι έχει κατ' επανάληψη δεχθεί πιέσεις από τη γερμανική πλευρά για να ξεκινήσει το «tapering», ήτοι τη σταδιακή άρση των επιτοκίων, όμως ο Ιταλός είχε «σύμμαχο» τον πληθωρισμό ο οποίος δεν έλεγε με τίποτα να ενισχυθεί κοντά στο 2% που είναι ο στόχος της ΕΚΤ.
Στην Τουρκία, ο Ερντογάν παραλίγο να αναλάβει ο ίδιος τα ηνία της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας, όταν ο διοικητής της, Μουράτ Τσεντικάγια, αύξανε τα επιτόκια για να δαμάσει τον πληθωρισμό, την ώρα που ο Τούρκος πρόεδρος υποσχόταν ότι είχε τη… μαγική συνταγή για να λύσει τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας μέσω της μείωσης των επιτοκίων.