Του Γιώργου Φιντικάκη
Σαν ένα από τα μεγαλύτερα «success stories» της πολιτικής του αναμένεται να εμφανίσει ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ τη μείωση της ανεργίας, όταν στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Αν η ανεργία παρουσίασε τον Ιούνιο μείωση στο 19,1% έναντι 21,3% τον ίδιο μήνα πέρυσι, όπως ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ, αυτό οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη γενιά των 300 ευρώ.
Αν τα στοιχεία δείχνουν ότι η ανεργία στους νέους έως 24 ετών, έπεσε τον Ιούνιο, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, κάτω από το 40%, η μοναδική αιτία είναι ότι πάνω από 600.000 άνθρωποι, ως επί τω πλείστον νέοι, εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, και αμείβονται κατά μέσον όρο με κάτω από 320 ευρώ.
Πράγματι η ανεργία μειώνεται, αλλά αυτό δεν είναι παρά η… μισή εικόνα, αφού η άλλη μισή λέγεται έκρηξη της φτώχειας στην αγορά εργασίας. Την ώρα που η χώρα υποτίθεται ότι ανακάμπτει και όλες οι ενδείξεις στην οικονομία είναι πλέον θετικές, όπως αναμένεται να πει ο κ. Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη, τα εισοδήματα συνεχίζουν να ακολουθούν αντιστρόφως ανάλογη πορεία.
Ανατρέχοντας στα απολογιστικά που έδωσε τον Ιούλιο ο ΕΦΚΑ, πάνω από 407.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα αμείβονται σήμερα με λιγότερα από 336 ευρώ καθαρά, ενώ ο μέσος μισθός της μερικής απασχόλησης, υπέστη διψήφια μείωση τα τελευταία 3,5 χρόνια. Αντί να ανέβει από τα, ούτως ή άλλως, χαμηλά επίπεδα των 360 ευρώ στα οποία βρισκόταν το Δεκέμβριο του 2014, μειώθηκε έκτοτε περίπου 12%, και βρίσκεται κοντά στα 318 ευρώ το μήνα.
Αντίστοιχη μείωση γνωρίζουν και τα εισοδήματα των μισθωτών με πλήρη απασχόληση, αφού ένας μέσος εργαζόμενος αμείβεται σήμερα με 745 ευρώ καθαρά, έναντι του, όχι φυσικά υψηλού, ποσού των 818 ευρώ που ελάμβανε το Δεκέμβριο του 2014.
Η τεράστια ύφεση της περιόδου 2009-2013, που μείωσε κατά 25% το ΑΕΠ της χώρας, προκάλεσε υπεραντίδραση στις επιχειρήσεις που απέλυαν μαζικά, εκτοξεύοντας την ανεργία στο 27,8% τον Σεπτέμβριο του 2013. Όταν το 2014 άρχισε κάπως να σταθεροποιείται η κατάσταση, οι εργοδότες ξεκίνησαν να καλύπτουν "κενά" με ευέλικτες μορφές εργασίας και φυσικά χαμηλούς μισθούς.
Η σκληρή πραγματικότητα, είναι ότι έως το τέλος του 2014, η πλήρης απασχόληση κυριαρχούσε ακόμη έναντι των ευέλικτων μορφών. Από το 2015 και μετά, για πρώτη φορά, η σχέση αυτή ανατράπηκε πλήρως, όπως θύμισε προ ημερών ο τομεάρχης Εργασίας της ΝΔ Ι.Βρούτσης, με τη μερική και εκ περιτροπής εργασία να παίρνει κεφάλι, και τις προσλήψεις να φτάνουν το 55%, έναντι 45% εκείνων με πλήρη απασχόληση, τάση που έκτοτε παγιώθηκε.
Τη χαριστική βολή έδωσε η μαζική επιβολή νέων φόρων και η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, που έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ, φέρνοντας την Ελλάδα, στη θέση του πρωταθλητή μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ τη διετία 2015-2016.
Το λογαριασμό φυσικά πληρώνουν περισσότερο όσοι εργάζονται με ευέλικτες μορφές, οι οποίες έχουν σπάσει όλα τα ρεκόρ, όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα για τη διακύμανση των μορφών απασχόλησης το α' εξάμηνο των τεσσάρων τελευταίων ετών.
Στο πρώτο εξάμηνο του 2014, το ποσοστό προσλήψεων με όρους πλήρους απασχόλησης έφτανε το 54,18%, για να υποχωρήσει σε 50,9% το 2015, 48,4% το 2016, και να διαμορφωθεί σε 48,8% τον Ιούνιο του 2018. Στον αντίποδα, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης από 45,8% το πρώτο εξάμηνο του 2014, εκτινάχθηκαν σε 49,08% το 2015, για να φτάσουν το 51,5% το 2016, και να καλύπτουν σήμερα το 51,1% των συνολικών προσλήψεων.
Τώρα η κυβέρνηση ετοιμάζεται για νέες επικοινωνιακές πομφόλυγες. Ακόμη και αν οι δανειστές εγκρίνουν την αύξηση του κατώτατου μισθού, ακόμη και αν ξεπεραστούν οι αντιδράσεις των εργοδοτικών οργανώσεων, τα επιπλέον χρήματα θα είναι λίγα, δεν θα κάνουν διαφορά στην τσέπη, ενώ η φτωχοποίηση θα συνεχιστεί, με τη μείωση του αφορολόγητου, από την 1η Ιανουαρίου 2020, οπότε και θα ενεργοποιηθεί το προνομοθετημένο μέτρο.
Είτε με μερική, είτε με πλήρη απασχόληση, το μήνυμα για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα είναι κοινό: Μόνο με σημαντική οικονομική ανάπτυξη, δηλαδή με ρυθμούς 3% και 4% το χρόνο, υπάρχει πιθανότητα αύξησης των εισοδημάτων τους.