Η ελληνική οικονομία καταγράφει φέτος θετικές επιδόσεις και αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Ο ρυθμός μεγέθυνσης της πλέον αναμένεται περί το 6%, σημαντικά υψηλότερος από τον αρχικά αναμενόμενο, όπως και από τον μέσο όρο στην Ευρώπη. Στηρίζεται κυρίως στην ισχυρή άνοδο της κατανάλωσης, όπως και του τουρισμού και των άλλων εξαγωγών υπηρεσιών και προϊόντων.
Ήδη, όμως, η οικονομία μας αρχίζει να επιβραδύνεται, μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον όπου κυριαρχούν προβλήματα και αβεβαιότητες. Για την επόμενη χρονιά, αναμένεται σημαντικά χαμηλότερος ρυθμός μεγέθυνσης, περί το 1,5%, αν και σχετικά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ο πληθωρισμός αναμένεται φέτος να πλησιάσει το 10%, σε υψηλό πολλών ετών, και να αποκλιμακωθεί του χρόνου προς το 4,5%. Αυτή είναι η αναμενόμενη πορεία εφόσον δεν υπάρξει σημαντική περαιτέρω επιδείνωση στο γενικότερο περιβάλλον, δηλαδή στα γεωπολιτικά, στις αγορές ενέργειας αλλά και στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Εάν υπάρξει τέτοια επιδείνωση, οι εκτιμήσεις θα πρέπει να είναι πολύ χαμηλότερες.
Το πώς επηρεάζει το εξωτερικό περιβάλλον την οικονομία μας αλλά και πώς αυτή μπορεί να αντιδράσει στα προβλήματα είναι σήμερα το καίριο ερώτημα. Η Ευρώπη επιβραδύνεται και γρήγορα, ως συνακόλουθο της γεωπολιτικής αστάθειας, της ακραίας αναταραχής στις αγορές ενέργειας και του πληθωρισμού, όπως και της ανόδου των επιτοκίων που προκαλείται.
Το ότι η επιβράδυνση των ευρωπαϊκών οικονομιών θα επιδεινώσει και τις προοπτικές της δικής μας, είναι η μόνη ασφαλής πρόβλεψη. Αλλά το πόσο θα την επηρεάσει εξαρτάται από τις πολιτικές που θα ακολουθούν ενώ ιδιαίτερη σημασία θα έχει όχι μόνο το επίπεδο της οικονομίας του χρόνου αλλά και η πορεία που θα προδιαγραφεί για τη συνέχεια. Με άλλα λόγια, όχι μόνο το πώς θα αμυνθεί η οικονομία σε μια δύσκολη κατάσταση αλλά και το πώς θα προετοιμάσει τη δυνατότητα συστηματικής ανάπτυξής της για τα επόμενα χρόνια. Αυτή είναι μια κρίσιμη συνθήκη για μια οικονομία όπου συστηματικά υπήρχε υστέρηση της παραγωγικής βάσης ενώ μελλοντικά θα αντιμετωπίζει την διπλή πρόκληση του δημόσιου χρέους και του δυσμενούς δημογραφικού.
Φέτος η αύξηση της κατανάλωσης, και μάλιστα μέσα σε πολύ υψηλό πληθωρισμό, αποτέλεσε θετική έκπληξη, ενώ και ο τουρισμός εξελίχθηκε σύμφωνα με τα πιο ευνοϊκά σενάρια. Όμως, οι παράγοντες που στήριξαν αυτές τις εξελίξεις είναι αμφίβολο εάν θα υπάρχουν και στην επόμενη χρονιά. Ακόμη και με χρονική υστέρηση, ο πληθωρισμός μειώνει τα πραγματικά εισοδήματα και συνεπώς την αύξηση της κατανάλωσης αλλά και των εξαγωγών.
Κρίσιμος λοιπόν γίνεται ο ρόλος των επενδύσεων, οι οποίες θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά, όχι μόνο για αξιόλογη μεγέθυνση κατά την επόμενη χρονιά αλλά κυρίως για τη συνέχεια. Αυτή η εξέλιξη είναι εφικτή αλλά σε καμία περίπτωση σίγουρη και θα απαιτηθούν σημάδια συνεπούς μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας, έστω και σταδιακού, για να προσελκυσθούν και να υποστηριχθούν παραγωγικές επενδύσεις ενώ το ευρύτερο περιβάλλον θα επιβαρύνεται.
Η οικονομία μας δείχνει επίσης το τελευταίο διάστημα μια σταδιακή αύξηση της εξωστρέφειάς της, κάτι που τείνει να διορθώσει ένα από τα πιο προβληματικά χαρακτηριστικά της κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τον προσανατολισμό της παραγωγής στο εσωτερικό όπως και την εξάρτηση μεγάλης μερίδας των επιχειρήσεων από το κράτος και από περίπλοκους κανόνες. Ταυτόχρονα, υπάρχει αξιόλογη δραστηριότητα με χαρακτηριστικά καινοτομίας, σε επιχειρήσεις και κλάδους, εξέλιξη που επίσης τείνει να αμβλύνει ένα ιδιαίτερα προβληματικό χαρακτηριστικό της οικονομίας μας.
Αυτές οι θετικές εξελίξεις όμως είναι εύθραυστες. Η ζήτηση από το εξωτερικό θα μειωθεί και ανάλογα θα πιεστούν και οι εξαγωγές, προϊόντων και υπηρεσιών, στο βαθμό που δεν έχουν επιτύχει υψηλή ανταγωνιστικότητα. Οι επενδύσεις δυσχεραίνονται σε ένα περιβάλλον με αυξανόμενα επιτόκια και αβεβαιότητα. Ένα τέτοιο περιβάλλον δεν ευνοεί γενικά και την καινοτομία. Μια εξέλιξη όμως της οικονομίας, χωρίς ισχυρές καινοτόμες επενδύσεις και εξαγωγές, θα είναι προς λάθος κατεύθυνση ακόμη και αν διατηρηθεί βραχυχρόνια η μεγέθυνση της οικονομίας σε ένα επίπεδο.
Ένας κίνδυνος που ελλοχεύει μέσα σε αυτό το περιβάλλον γενικότερων προκλήσεων θα είναι, λοιπόν, να αντιστραφεί η θετική πορεία που έχει η οικονομία σε επιμέρους κρίσιμα μεγέθη της τα τελευταία χρόνια, ακόμη και αν όχι στον επιθυμητό βαθμό. Όχι μόνο δηλαδή να κινηθεί η οικονομία μας λόγω της εξωτερικής ύφεσης με χαμηλότερη ταχύτητα αλλά και σε λάθος κατεύθυνση. Αυτό δεν είναι απίθανο να συμβεί, άλλωστε συχνά σε ένα δύσκολο και αβέβαιο περιβάλλον υπάρχει η τάση επιστροφής σε παλιές συνήθειες. Θα μπορούσε να εκφραστεί, ενδεικτικά, με το να ευνοήσει η οικονομική πολιτική την κατανάλωση και όχι τις επενδύσεις. Ή την εσωστρεφή παραγωγή και όχι τις εξαγωγές. Ή με τις επιχειρήσεις να επιβραβεύονται ανάλογα με την εξάρτησή τους από το δημόσιο ταμείο, και όχι με βάση την καινοτομία. Ή να υποστηρίζονται νοικοκυριά όχι ανάλογα με τις ανάγκες που έχουν τα περισσότερο ευάλωτα, αλλά με άλλα κριτήρια που θα θολώνουν και τα κίνητρα για επίσημη εργασία.
Αυτές είναι εξελίξεις που θα μπορούσαν να συμβούν στο δύσκολο και αβέβαιο περιβάλλον που διαμορφώνεται στους επόμενους μήνες αλλά που σε καμία περίπτωση Δεν ευνοούν την πορεία της οικονομίας μας. Το να υπάρξει σταθερή στόχευση που, χωρίς να υποτιμά τα προβλήματα και τους κινδύνους, θα θέτει την οικονομία σε σταθερή τροχιά θα είναι το ζητούμενο κατά το επόμενο έτος.
*O κ. Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.