Οι συζητήσεις σχετικά με τους έμμεσους και άμεσους φόρους καλά κρατούν. Οι έμμεσοι φόροι για πολλούς είναι άδικοι, ενώ οι άμεσοι φόροι θεωρούνται αντιαναπτυξιακοί. To πού καταλήγουν αυτά τα φορολογικά έσοδα λίγους απασχολεί. Ένα επίκαιρο κραυγαλέο παράδειγμα σχετικά με την κατάληξη των εισπραχθέντων φόρων είναι αυτό που έχει συμβεί με το Mετρό της Θεσσαλονίκης.
Όπου λόγω των περίπου 90 προσφυγών που είχαν κατατεθεί και εκδικαστεί, το έργο εμφάνισε μια πρωτοφανή χρονική καθυστέρηση που με τη σειρά της είχε οδηγήσει αφ' ενός στην καταβολή αποζημιώσεων προς τους εργολάβους και αφ' ετέρου στη συνολική επιβάρυνση του Προϋπολογισμού του έργου λόγω των αυξήσεων στο κόστος κατασκευής του.
Με δύο λόγια, κρατικά λεφτά πετάχτηκαν από το παράθυρο. Ή μάλλον καλύτερα, χρήματα των φορολογουμένων, όπως συνήθιζε να λέει η Μάργκαρετ Θάτσερ, καθώς υποστήριζε ότι το κράτος δεν έχει δικά του χρήματα, αλλά ουσιαστικά διαχειρίζεται χρήματα των φορολογουμένων.
Υπό αυτήν την έννοια όλοι οι φόροι είναι άδικοι. Διότι στο τέλος της ημέρας κάποιος τρίτος αποφασίζει για το τι θα κάνει με τα χρήματα που αποκομίζει κάθε πολίτης από τις δραστηριότητες του. Βέβαια, οι φόροι είναι απαραίτητοι για να λειτουργεί το κράτος. Ωστόσο, εδώ ξεκινά μια άλλη συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο τα φορολογικά έσοδα μετατρέπονται σε κρατικές δαπάνες, καθώς και για την κατεύθυνση τους. Αυτά όμως αφορούν ένα άλλο άρθρο.
Σήμερα θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε φως στους έμμεσους φόρους που χαρακτηρίζονται ως «άδικοι», όπως είναι ο ΦΠΑ, αλλά και στους άμεσους φόρους, όπως είναι οι φόροι εισοδήματος, που χαρακτηρίζονται, ως «αντιαναπτυξιακοί».
Στο χθεσινό άρθρο (εδώ), είχαν παρουσιαστεί συγκριτικά οι φορολογικοί συντελεστές στις επιχειρήσεις, στα φυσικά πρόσωπα, στα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και στον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, στην Ελλάδα και στις Ευρωπαϊκές χώρες.
Διαβάζουμε σε αντιπολιτευτικά έντυπα και ακούμε από τα χείλη εκπροσώπων της αντιπολίτευσης, ότι η Ελλάδα κατέχει γενικά και αόριστα το ευρωπαϊκό ρεκόρ στην έμμεση φορολογία, κυρίως στο ΦΠΑ. Και μάλιστα γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι οι εισπράξεις ΦΠΑ επί διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, από το 2019 μέχρι σήμερα παρουσιάζουν αύξηση που υπερβαίνει το +63%. Σε απόλυτα νούμερα αυτό σημαίνει ότι από τα 15,3 δισ. ευρώ που ήταν οι εισπράξεις του ΦΠΑ το 2019, σήμερα βρίσκονται στα 25 δισ. ευρώ.
Πάνω, λοιπόν, σε αυτό το ποσοστό και τους αντίστοιχους απόλυτους αριθμούς εδράζεται το αφήγημα της φοροεπιδρομής και της άδικης φορολογικής πολιτικής. Ας τα πιάσουμε όμως ένα – ένα.
Αποτελεί αυτή η θεαματική αυτή αύξηση των εισπράξεων του ΦΠΑ, φοροεπιδρομή; Ασφαλώς και όχι. Η συγκεκριμένη αύξηση οφείλεται σε δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η αύξηση γενικά της κατανάλωσης. Και ο δεύτερος είναι η μεγαλύτερη φορολογική καταγραφή της κατανάλωσης.
Η αύξηση γενικά της κατανάλωσης οφείλεται στην ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά και στις αυξήσεις των τιμών λόγω του πληθωρισμού.
Η μεγαλύτερη φορολογική καταγραφή της κατανάλωσης, οφείλεται αφ’ ενός στη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών, με την εγκατάσταση POS σχεδόν παντού και αφ’ ετέρου στα έστω και ασθενή κίνητρα που παρέχει το δημόσιο στους πολίτες για τη χρήση ηλεκτρονικού χρήματος.
Ένα κλασικό επιτυχημένο παράδειγμα είναι αυτό των ταξί. Όπου η αύξηση των εισπράξεων τους μέσω POS αγγίζει το 177%. Γενικότερα, το οικονομικό επιτελείο εκτιμά πως τα φετινά έσοδα από ΦΠΑ θα εμφανίσουν υπέρβαση της τάξης των 800 εκατ. ευρώ. Και το μεγαλύτερο μέρος αυτής της υπέρβασης οφείλεται στη διασύνδεση ταμειακών μηχανών και POS.
Με δυο λόγια η «εισπρακτική επιτυχία» της κυβέρνησης όσον αφορά το ΦΠΑ, δεν οφείλεται στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών, αλλά στην αύξηση της κατανάλωσης και στην ηλεκτρονική καταγραφή και φορολογική σύλληψη μέρους της «μαύρης κατανάλωσης».
Συνολικά, ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης κυρίως στα καύσιμα, αντιστοιχούν στο 14,3% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος των χωρών μελών της Ευρωζώνης βρίσκεται στο 10,3%. Είναι επομένως αισθητά υψηλότερος. Υπάρχει εξήγηση γι’ αυτό; Ασφαλώς.
Η εξήγηση είναι ότι τα αντίστοιχα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος στη χώρα μας ανέρχονται στο 9,3% του ΑΕΠ, έναντι 12,8% του ΑΕΠ που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Τι δείχνει αυτό; Ότι παρ’ όλο που οι συντελεστές της φορολογίας εισοδήματος δεν είναι ιδιαίτερα διαφοροποιημένοι από τους ευρωπαϊκούς, το τελικό αποτέλεσμα είναι μειωμένο κατά -27%.
Δηλαδή το κράτος εισπράττει μειωμένους φόρους εισοδήματος κατά -27%, από τον αντίστοιχο μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών, σε σχέση πάντα με το ΑΕΠ. Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί», είναι μια και μόνο. Και ακούει στο όνομα φοροδιαφυγή. Διότι αυτό το 9,3% του ΑΕΠ δείχνει ότι στην Ελλάδα αποκρύπτεται μια όχι ευκαταφρόνητη φορολογική ύλη.
Όταν, λοιπόν, τα έσοδα από τη φορολόγηση των εισοδημάτων ανέλθουν από το σημερινό 9,3% του ΑΕΠ, στο ευρωπαϊκό επίπεδο του 12,8% του ΑΕΠ, τότε το κράτος θα έχει την άνεση και την ευχέρεια να μειώσει τους τόσο τους άμεσους, όσο και έμμεσους φόρους και να οδηγήσει τους τελευταίους προς τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό επίπεδο, σε σχέση με το ΑΕΠ. Και αυτός είναι και πρέπει να είναι ο στρατηγικός στόχος κάθε κυβέρνησης.
Βέβαια, το γεγονός ότι ο ΦΠΑ χρεοπιστώνεται σε πολλά ενδιάμεσα στάδια και χέρια, από τις αγορές πρώτων υλών για τη διαδικασία της παραγωγής, μέχρι το σημείο τελικής πώλησης, δεν εγγυάται ότι η οποιαδήποτε μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ, θα ευεργετήσει τους φορολογούμενους - καταναλωτές και θα περάσει στις τσέπες τους. Δηλαδή δεν είναι σίγουρο δεν είναι σίγουρο ότι η μείωση του ΦΠΑ θα οδηγήσει σε μείωση των τελικών τιμών. Ας το έχουμε αυτό πάντα υπ’ όψιν μας.