Πότε το παγκόσμιο χρέος δεν είναι απειλή
Shutterstock
Shutterstock

Πότε το παγκόσμιο χρέος δεν είναι απειλή

Σύμφωνα με το Institute of International Finance, το παγκόσμιο χρέος φθάνει στο 290 τρις. Ως ποσοστό επί του ΑΕΠ φθάνει στα 343% του ΑΕΠ μειωμένο από το 362% που ήταν  στην κορυφή της πανδημίας το 2021.

Λόγω της αύξησης των επιτοκίων, το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης αποτελεί σημαντική πηγή κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική και κοινωνική σταθερότητα σε όλες τις  χώρες με υπερχρεωμένους τομείς.

Τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και οι μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι πιο εκτεθειμένες σε δανεισμό κυμαινόμενου επιτοκίου, αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Οι αυξημένες δημοσιονομικές δαπάνες για τόκους των χρεών θα προέλθουν είτε από φόρους είτε από δανεισμό είτε από «εκτύπωση χρήματος» από τις κεντρικές τράπεζες (η αύξηση της κυκλοφορίας χρήματος όμως, θα τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό, καθώς ακυρώνει την προσπάθεια των αυξήσεων των επιτοκίων,  να μειώσουν την κυκλοφορία του χρήματος αποτρέποντας νέες πιστώσεις, ώστε να μειωθεί η ζήτηση για να μειωθούν οι τιμές και να μειωθεί ο πληθωρισμός).

Τα αγαθά, οι υπηρεσίες και τα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία (ομόλογα, μετοχές, κλπ) μπορεί να αγοραστούν με χρήμα από τις αποταμιεύσεις (που έχουν κερδηθεί) ή με δανεικά χρήματα (πιστώσεις). Ο αγοραστής με δανεικά μετατρέπεται σε οφειλέτης, καθώς εισέρχεται σε μια μακρόχρονη υποχρέωση αποπληρωμής των δανείων του. Το δάνειο παράγει αγοραστική δύναμη που δεν υπήρχε πριν. Επιτρέπει στους δανειολήπτες να ξοδεύουν περισσότερα από όσα κερδίζουν, γεγονός που ωθεί προς τα πάνω τη ζήτηση και τις τιμές για ό,τι αγοράζεται βραχυπρόθεσμα, ενώ δημιουργεί χρέος που απαιτεί από τους δανειολήπτες, οι οποίοι είναι πλέον οφειλέτες, να ξοδεύουν λιγότερα από όσα κερδίζουν όταν επιστρέφεται και θα οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης και σε ύφεση την οικονομία.

Τα δανεικά χρήματα όταν δαπανώνται αποτελούν εισόδημα για αυτόν που τα λαμβάνει (τον πωλητή). Εάν λοιπόν σε κάθε επιμέρους αγορά π.χ. στην αγορά του αυτοκινήτου, δαπανώνται τα ίδια ποσά κάθε χρόνο, (ανεξάρτητα εάν η συναλλαγή έγινε από αποταμιεύσεις ή από δάνεια) η συγκεκριμένη αγορά δεν θα γνωρίσει ύφεση. Επειδή η οικονομία μιας χώρας αποτελείται από χιλιάδες επί μέρους αγορές, εάν σε όλες τις επί μέρους αγορές εξασφαλιστεί ότι δαπανώνται τα ίδια ποσά, δεν θα υπάρχει ύφεση σε καμιά επί μέρους αγορά της  χώρας.

Το χρέος είναι ωφέλιμο για την οικονομία,  όταν εκείνοι που δανείζονται χρήματα τα χρησιμοποιούν αρκετά παραγωγικά για να αποπληρώσουν τις δόσεις από τα δάνειά τους,  όταν η τράπεζα αποκομίζει ένα κέρδος,  και όταν εκείνοι από τους οποίους δανείστηκαν οι τράπεζες (π.χ. καταθέτες ή δάνεια από την κεντρική τράπεζα), δεν ζητούν τα χρήματά τους πίσω σε ποσά που είναι μεγαλύτερα από αυτά που μπορούν να διαθέτουν οι τράπεζες την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ωστόσο, όταν τα δάνεια δεν αποπληρώνονται επαρκώς ή όταν αυτοί από τους οποίους δανείστηκαν οι τράπεζες ζητούν να πάρουν περισσότερα από τα χρήματα που δάνεισαν στις τράπεζες από ό,τι πρέπει να τους δώσουν οι τράπεζες, συμβαίνουν οι κρίσεις χρέους. 

Δεν είναι σαφές ποια ακριβώς είναι τα επικίνδυνα επίπεδα χρέους, επειδή δεν είναι σαφές τι θα συμβεί στα μελλοντικά εισοδήματα. Υπάρχει κόστος ευκαιρίας  και κίνδυνοι όταν δεν  χρησιμοποιείται  πίστωση. Μακροπρόθεσμα, τα χρέη δεν μπορούν να αυξηθούν ταχύτερα από τα εισοδήματα που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των χρεών και τα επιτόκια δεν μπορούν να είναι πολύ υψηλά για τους δανειολήπτες-οφειλέτες ή πολύ χαμηλά για τους δανειστές-πιστωτές για πολύ καιρό. Εάν τα χρέη συνεχίσουν να αυξάνονται ταχύτερα από ό,τι τα εισοδήματα και/ή τα επιτόκια είναι πολύ υψηλά για τους δανειολήπτες-οφειλέτες ή πολύ χαμηλά για τους δανειστές-πιστωτές για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, η ανισορροπία θα μετατραπεί σε μεγάλη κρίση της αγοράς και της οικονομίας. 

Το χρέος δεν έχει πάντα αρνητικές συνέπειες, ακόμα και όταν δεν είναι άμεσα κερδοφόρο. Η πολύ μικρή πιστωτική/δανειακή αύξηση μπορεί να δημιουργήσει οικονομικά προβλήματα εξίσου άσχημα ή χειρότερα από την υπερβολική πίστωση, με το κόστος να έρχεται με τη μορφή χαμένων ευκαιριών. Αυτό συμβαίνει επειδή α) η πίστωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία μεγάλων βελτιώσεων που δεν είναι κερδοφόρες που θα είχαν χαθεί χωρίς αυτήν και β) οι απώλειες από τα προβλήματα χρέους μπορούν να κατανεμηθούν ώστε να μην είναι εξαιρετικά επώδυνες, εάν η κυβέρνηση έχει τον έλεγχο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του χρέους και το χρέος είναι στο νόμισμα που μπορεί να εκτυπώσει η κεντρική τράπεζα.

Οι κρίσεις χρέους, ακόμη και οι μεγάλες, μπορούν συνήθως να αντιμετωπιστούν ώστε να μειωθούν οι αρνητικές συνέπειες τους σε αποδεκτά επίπεδα. Όταν η αύξηση του χρέους είναι μικρή, οι οικονομίες είναι αδύναμες και ο πληθωρισμός είναι χαμηλός, οι κεντρικοί τραπεζίτες θα μειώσουν τα επιτόκια και θα δημιουργήσουν περισσότερα χρήματα και πιστώσεις που θα δώσουν κίνητρα για περισσότερο δανεισμό και δαπάνες για αγαθά, υπηρεσίες και επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία. Αυτό θα ωθήσει την οικονομική ανάπτυξη. Σε τέτοιες εποχές, είναι καλό για τους δανειολήπτες-οφειλέτες και κακό να για τους δανειστές-πιστωτές.

Όταν η αύξηση του χρέους είναι πλέον επικίνδυνη και ο πληθωρισμός είναι απαράδεκτα υψηλός, οι κεντρικοί τραπεζίτες θα αυξήσουν τα επιτόκια και θα περιορίσουν τα χρήματα και τις πιστώσεις, γεγονός που θα δώσει κίνητρα για περισσότερη αποταμίευση και λιγότερες δαπάνες για αγαθά, υπηρεσίες και επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία. Αυτό θα ωθήσει την οικονομία σε ύφεση.

Στην περίπτωση αυτή ο καλύτερος τρόπος για να μειωθούν τα βάρη του χρέους, χωρίς να προκαλέσουν μεγάλη οικονομική κρίση, είναι να σχεδιαστεί  μια  έξυπνη απομόχλευση του χρέους, δηλαδή α) να αναδιαρθρωθούν τα χρέη, ώστε οι πληρωμές εξυπηρέτησης χρέους να κατανέμονται σε περισσότερο χρόνο ή να διαγραφεί ένα μέρος, κάτι που είναι αποπληθωριστικό και υφεσιακό και χειροτερεύει την οικονομία και β) οι κεντρικές τράπεζες να τυπώνουν χρήμα και να αγοράζουν χρέος, το οποίο είναι πληθωριστικό και αναπτυξιακό και βοηθάει την οικονομία. Ακολουθώντας  αυτές τις δυο στρατηγικές σε ισορροπημένη αναλογία, μειώνονται τα βάρη του χρέους και παράγετε ονομαστική οικονομική ανάπτυξη (πληθωρισμός συν πραγματική ανάπτυξη) που είναι μεγαλύτερη από τα ονομαστικά επιτόκια, οπότε τα βάρη του χρέους μειώνονται σε σχέση με τα εισοδήματα.

Εάν γίνει σωστά, η αποπληθωριστική και υφεσιακή μείωση των πληρωμών χρέους και η πληθωριστική και αναπτυξιακή εκτύπωση χρήματος και αγορά χρέους, από τις κεντρικές τράπεζες, τότε οι δυο αυτές πολιτικές  εξισορροπούνται μεταξύ τους. Όλες οι μεγάλες κρίσεις χρέους του παρελθόντος που προέκυψαν με τα χρέη που εκφράζονταν στο νόμισμα μιας χώρας αναδιαρθρώθηκαν γρήγορα, συνήθως σε ένα έως τρία χρόνια. Αυτές οι περίοδοι αναδιάρθρωσης είναι περίοδοι μεγάλου κινδύνου και ευκαιριών.

Η ιστορία μας δείχνει ότι όταν οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν πλέον να μειώσουν τα επιτόκια και θέλουν να αναπτύξουν την οικονομία, τυπώνουν χρήμα και αγοράζουν χρέος, ειδικά δημόσιο χρέος. Αυτό δίνει στους οφειλέτες, κυρίως στις κυβερνήσεις, χρήματα και πιστώσεις για να τους αποτρέψει από τη χρεοκοπία και τους επιτρέπει να συνεχίσουν να δανείζονται για να ξοδέψουν περισσότερα από όσα κερδίζουν. Αυτό συμβαίνει από το 2008. Σε τέτοιες περιόδους, οι κεντρικές τράπεζες αντισταθμίζουν την υστέρηση της ζήτησης χρέους του ιδιωτικού τομέα ώστε το συνολικό επίπεδο χρημάτων που δαπανάται σε κάθε επί μέρους αγορά να παραμείνει σταθερό ώστε να αποφευχθεί η ύφεση καθώς είτε δαπανηθούν ίδια ή δανεικά χρήματα, για αυτόν που λαμβάνει τα χρήματα (αυτός που πουλάει τα αγαθά) αποτελούν εισόδημα.

Κατά τη διάρκεια αυτού του μέρους του μεγάλου κύκλου χρέους, οι κεντρικές τράπεζες γίνονται οι μεγάλοι αγοραστές χρέους και γίνονται οι μεγάλοι ιδιοκτήτες του χρέους και όχι οι ιδιώτες επενδυτές. Επειδή οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν συνέπειες εάν έχουν απώλειες από τη διατήρηση του χρέους που έχει μειωθεί σε αξία και επειδή δεν ανησυχούν ότι θα πιεστούν, μπορούν να συνεχίσουν να αποτρέπουν μια κρίση χρέους τυπώνοντας χρήμα και αγοράζοντας χρέος. Αφήνουν τους ισολογισμούς και τις καταστάσεις αποτελεσμάτων χρήσεως τους να επιδεινωθούν προκειμένου να προστατεύσουν τις καταστάσεις αποτελεσμάτων χρήσεως και τους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα. Αυτή η διαδικασία δεν είναι τίποτα άλλο από την νομισματοποίηση του χρέους.

Σήμερα  οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να δημιουργούν πιο ελεύθερα χρήμα και πιστώσεις από ό,τι πριν το 1971, αλλά πολλές κεντρικές τράπεζες πλησιάζουν στα όρια της ικανότητάς τους να συνεχίσουν τις επεκτάσεις χρήματος-πίστωσης-χρέους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και την Ιαπωνία, κατέχουν περίπου το 20%, το 30% και το 40% του δημόσιου χρέους, αντίστοιχα, και περίπου το 10%, 10% και 20% του συνολικού χρέους, αντίστοιχα.

Μια έξυπνη απομόχλευση μπορεί να σχεδιαστεί από τις κεντρικές κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες για να μειώσει τα βάρη του χρέους εάν το χρέος είναι στα δικά τους νομίσματα.  Μακροπρόθεσμα, οι δείκτες της οικονομικής υγείας μιας χώρα είναι: να είναι παραγωγική και να έχει υγιείς καταστάσεις αποτελεσμάτων χρήσεως  (δηλαδή, να κερδίζει περισσότερα από όσα δαπανά) και υγιείς ισολογισμούς (δηλαδή, να έχει περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από υποχρεώσεις ώστε να μπορούν να αποπληρωθούν τα χρέη). Όσο συμβαίνει αυτό και κυρίως για τις χώρες που το χρέος είναι σε δικό τους νόμισμα, το υπερβολικό χρέος δεν απειλή. Με δυο λόγια όσο το χρέος δαπανάται σε επενδύσεις που αποπληρώνουν στην ώρα τους τα τοκοχρεολύσια, το χρέος έχει σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη της οικονομίας. Υπάρχουν όμως παράγοντες οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την δυνατότητα αποπληρωμής των δόσεων των δανείων, όπως: δραστικές τεχνολογικές αλλαγές, εσωτερικές ή εξωτερικές συγκρούσεις και φυσικές καταστροφές που οδηγούν σε απώλειες εισοδημάτων και ύφεση.

* Ατσαλάκης Γιώργος, Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης