Πράγματι δεν κινδυνεύουμε;
Shutterstock
Shutterstock

Πράγματι δεν κινδυνεύουμε;

Τραπεζικό σύστημα χωρίς εμπιστοσύνη σε αυτό δεν μπορεί να υπάρξει. Άρα, σωστά και εύλογα γίνονται και ξαναγίνονται δηλώσεις στήριξης και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης με υιοθέτηση λέξεων για το ευρωπαϊκό και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα όπως «απολύτως ασφαλές», «θωρακισμένο» κλπ. Εκτός από τις καθησυχαστικές δηλώσεις όμως, οι αγορές, οι καταθέτες, οι πελάτες και οι μέτοχοι των τραπεζών ψάχνουν και την… τεκμηρίωση. Τα τελευταία 24ωρα, αυτό το έργο ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας τόσο κυβερνητικά στελέχη όσο και τραπεζικά στελέχη.

Τι ακούσαμε τις τελευταίες ώρες; Πρώτον ότι οι ελληνικές τράπεζες –οι οποίες αντιμετώπισαν ασφυκτικές συνθήκες την τελευταία 10ετία- πλέον εμφανίζουν προσεγμένους ισολογισμούς. Οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ τα τελευταία 4 χρόνια, ειδικά μέσα στην πανδημία. Και όχι μόνον αυτό. Υπάρχει μεγάλος κατακερματισμός της βάσης των καταθέσεων. Δεν συμβαίνει δηλαδή στην Ελλάδα αυτό που συνέβη τόσο στην Credit Swisse όσο και στην Silicon Valey Bank: δηλαδή μικρός αριθμός καταθετών που διαχειρίζονται τεράστια ποσά με αποτέλεσμα η απόφασή τους να αποσυρθούν να προκαλεί δομικό πρόβλημα στην τράπεζα. Από την άλλη, έμφαση δίδεται στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο των τραπεζών.

Τι κάνουν τα χρήματα των καταθετών οι τράπεζες; Οι ελληνικές, δεν έχουν μεγάλη έκθεση σε μετοχές ούτε εταιρικά ομόλογα. Έχουν προχωρήσει σε «προσεκτικές» χορηγήσεις τα τελευταία χρόνια (υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των εποπτικών αρχών και μετά το τεράστιο πρόβλημα των κόκκινων δανείων που δημιουργήθηκε πριν και κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου) ενώ οι επενδύσεις τους αφορούν κατά κύριο λόγο κρατικά ομόλογα που αυτή την περίοδο θεωρούνται ασφαλέστερα σε σχέση με τα εταιρικά.

Οι ελληνικές τράπεζες, ως τμήμα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, έχουν από πίσω τους τον εποπτικό μηχανισμό (τον SSM) αλλά και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα η οποία αν χρειαστεί μπορεί να εξασφαλίσει την απαιτούμενη ρευστότητα (σ.σ οι ελληνικές τράπεζες το γνωρίζουν διότι χρειάστηκαν αυτή τη ρευστότητα εν μέσω μνημονίων). Υπάρχει και το θέμα των κόκκινων δανείων. Οι ελληνικές τράπεζες ύστερα από πολυετείς προσπάθειες και με την βοήθεια των προγραμμάτων «Ηρακλής» έχουν καταφέρει να μειώσουν αισθητά τα κόκκινα δάνειά τους σε μονοψήφια επίπεδα.

Η αύξηση των επιτοκίων βέβαια, δεν επηρεάζει μόνο τις τράπεζες αλλά και τα κράτη. Υπάρχει ένα δημόσιο χρέος το οποίο πρέπει να εξυπηρετηθεί. Ιδιαίτερα (θετικά) χαρακτηριστικά για την Ελλάδα και σε αυτό το μέτωπο. Το χρέος είναι μεγάλο αναλογικά με το ΑΕΠ αλλά το κόστος εξυπηρέτησης έχει κλειδώσει σε χαμηλά επίπεδα ενώ το τεράστιο απόθεμα ρευστότητας μπορεί να εξασφαλίσει ότι θα αποπληρωθούν οι υποχρεώσεις ακόμη και για 3-4 χρόνια χωρίς να υπάρξει έξοδος της Ελλάδας στις αγορές.

Όλα καλά λοιπόν; Χρειάζεται προσοχή στο εξής: Αν το πρόβλημα γίνει συστημικό επηρεάζοντας τράπεζες ή ακόμη και κράτη, η Ελλάδα και οι τράπεζές της δεν μπορούν να μείνουν ανεπηρέαστες διότι το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα είναι πιο «συνδεδεμένο» από ποτέ. Αισιοδοξία ναι λοιπόν. Όχι όμως απόλυτη βεβαιότητα. Σε τόσο ευμετάβλητο περιβάλλον όπως αυτό στο οποίο ζούμε τα τελευταία χρόνια, τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένων.