Του Γιώργου Φιντικάκη
"Κανείς πια δεν μπορεί να επικαλείται ανυπέρβλητα εμπόδια σε μια χώρα που μετατρέπεται σε τόπο πολιτικής σταθερότητας και όπου όλοι αναγνωρίζουν πλέον ως φιλική στις επενδύσεις". Το τάιμινγκ που επέλεξε ο Πρωθυπουργός για να στείλει το παραπάνω μήνυμα στην καθεστηκυία τάξη της χώρας, κατά την χθεσινή θεμελίωση της νέας μονάδας της Mytilineos στη Βοιωτία, δεν ήταν φυσικά τυχαίο.
Ενώ κάποιοι επιχειρηματίες, δίνουν με την στάση τους ψήφο εμπιστοσύνης στην προσπάθεια της χώρας να γυρίσει σελίδα, ένα σημαντικό κομμάτι της εγχώριας ιθύνουσας τάξης, παραμένει σε ρόλο παρατηρητή. Γκρινιάζει, όπως έκανε και στο παρελθόν, ζητάει, αλλά δεν προσφέρει, παρά περιμένει.
Η κρίση πέρασε αλλά για κάποιους από τους ισχυρούς δεν φαίνεται να άλλαξαν και πολλά. Κάποιοι μάλιστα βγήκαν ισχυρότεροι μετά την τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ και την αδιαφορία που επέδειξαν εταίροι και δανειστές για την μακροχρόνια ανάπτυξη στην Ελλάδα, και την ανάγκη για γενναίες μεταρρυθμίσεις.
Το μήνυμα Μητσοτάκη ότι έχει έλθει η ώρα για τους οικονομικά ισχυρούς αυτού τόπου να βάλουν το χέρι στην τσέπη, για να στείλουν σήμα στο εξωτερικό ότι εμπιστεύονται την Ελλαδα, σε αυτούς απευθύνεται. Δεν πας να επενδύσεις σε μια χώρα, την οποία οι ίδιοι οι επιχειρηματίες της δεν εμπιστεύονται, όπως εξάλλου λένε καιρό τώρα αρκετοί αναλυτές, μεταφέροντας το αυτονόητο. Αν προηγουμένως δεν κινητοποιηθούν εγχώρια κεφάλαια, δεν πρόκειται να έρθουν ξένες επενδύσεις, και στο τέλος της ημέρας το αποτέλεσμα θα είναι τελικά κατώτερο του θετικού κλίματος που καλλιεργείται.
Εως σήμερα τα παραδείγματα όσων επενδύουν στην προοπτική της χώρας είναι μετρημένα στα δάχτυλα. Εκτός των Λάτση και Γερμανού που δεσμεύθηκαν για 650 εκατ ευρώ στο Ελληνικό, του Μυτιληναίου με τη νέα μονάδα 300 εκατ ευρώ στη Βοιωτία, του Περιστέρη που έχει δηλώσει έτοιμος για επενδύσεις 1 δισ ευρώ, του Στασινόπουλου και κάποιων ακόμη, το υπόλοιπο ελληνικό επιχειρείν επιμένει στην αναμονή.
Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, είναι προφανές ότι δεν θα χρειαζόταν προσκλητήριο από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό προς τον επιχειρηματικό κόσμο να εμπιστευτεί ξανά τη χώρα, ως επενδυτικό προορισμό. Αυτό θα είχε γίνει από μόνο του, χωρίς δημόσιο κάλεσμα και ανάλογες παροτρύνσεις.
Τα παραπάνω τα βλέπουν και στο εξωτερικό. Είναι ένα από τα ερωτήματα που λέγεται ότι εισπράττουν από ξένους fund managers, αρκετοί έλληνες επιχειρηματίες και τραπεζίτες οι οποίοι βρίσκονται σε ανοικτή γραμμή με το εξωτερικό και συμμετέχουν σε συνέδρια, όπως το πρόσφατο roadshow του Χρηματιστηρίου στο Λονδίνο. Οσο και να στέκει το επιχείρημα ότι αν δεν θεραπευτεί το χρονιο πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος, και δεν αρχίσουν να αιμοδοτούν ξανά οι τράπεζες την αγορά, δύσκολα θα δούμε μαζικές επενδύσεις στην Ελλάδα, άλλο τόσο είναι προφανές ότι αυτό λειτουργεί για κάποιους μεγάλους και ως πρόσχημα. Εξάλλου οι ισχυροί ελληνικοί επιχειρηματικοί όμιλοι έχουν πρόσβαση στις αγορές, δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τις ελληνικές τράπεζες, ενώ ακόμη κι από αυτές μπορούν να δανειστούν με εντελώς διαφορετικούς όρους απ' ότι μια μεσαία επιχείρηση.
Το πρόβλημα άλλωστε των επενδύσεων στην Ελλάδα είναι γνωστό. Δεν είναι μόνο ότι είναι λιγοστές, και άρα δεν καλύπτουν ούτε καν τις ανάγκες ανανέωσης του υφιστάμενου εξοπλισμού που παλιώνει.
Είναι κυρίως ότι το επιχειρείν στην Ελλάδα συνεχίζει να εστιάζει σε μεγάλο ακόμη βαθμό σε παραδοσιακούς τομείς, όπως ο τουρισμός, δίχως οι επενδύσεις αυτές να προσθέτουν στην ουσία νέο παραγωγικό δυναμικό στην οικονομία. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν πολύ χαμηλή επίπτωση στην ανάπτυξη, καθώς όχι μόνο δεν προστίθενται νέος τεχνολογικός εξοπλισμός, νέα εργοστάσια, νέες κατασκευές, αλλά και απουσιάζουν οι επενδύσεις στην έρευνα και την καινοτομία, αυτές που πυροδοτούν παγκοσμίως σήμερα την αύξηση του ΑΕΠ, όπως στην Εσθονία και άλλες μικρές χώρες, που αποτελούν διεθνώς παραδείγματα προς μίμηση.