Το σοβαρό πρόβλημα των διαβόητων εταιρειών «ζόμπι» έφερε ξανά στο προσκήνιο η πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, η οποία μας δίνει μια πρώτης τάξεως αφορμή, όχι μόνο να αναλύσουμε το ζήτημα, αλλά και να παρουσιάσουμε μια ολοκληρωμένη, επεξεργασμένη πρόταση για τη λύση του.
Προφανώς, το πρόβλημα είναι σοβαρό ακριβώς επειδή οι εταιρείες «ζόμπι» βαρύνονται, στη συντριπτική πλειονότητά τους, με πολύ υψηλά χρέη. Μέσω της ανάδειξης του εν λόγω ζητήματος, αποτυπώνονται γλαφυρά οι αρνητικές συνέπειες που προξενούνται στην εθνική οικονομία της Ελλάδας. Διότι, η υψηλή θετική συσχέτιση των χρεών με τον αριθμό των εταιρειών «ζόμπι» αποτελεί εμπόδιο στις προοπτικές επενδύσεων, καθώς και στην απασχόληση. Παράλληλα, το τοξικό περιβάλλον των καταχρεωμένων, ουσιαστικά πτωχευμένων εταιρειών επιδρά αρνητικά στην παραγωγικότητα και την αποτελεσματική κατανομή των πόρων στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας.
Οι δυσάρεστες συνέπειες από την ύπαρξη αυξημένου αριθμού ζωντανών-νεκρών εταιρειών, αφ' ενός είναι άμεσες σε επίπεδο επιχειρήσεων, αφ' ετέρου εξαπλώνονται στο σύνολο της οικονομίας, καθώς διαχέονται επίσης στις υγιείς επιχειρήσεις κάθε κλάδου, επιδρώντας έτσι αρνητικά στον υγιή ανταγωνισμό.
Εξυπακούεται, λοιπόν, ότι η αρνητική επίδραση συναντάται όχι μόνο σε συγκεντρωτικούς μακροοικονομικούς δείκτες, αλλά και στη λειτουργία των υγιών επιχειρήσεων. Ειδικά, δε, σε κλάδους όπου οι εταιρείες «ζόμπι» έχουν εντονότερη παρουσία από τον μέσον όρο της οικονομίας, όπως πχ στις κατασκευές, τα καταλύματα και την εστίαση, αλλά και τη διαχείριση ακίνητης περιουσίας.
Ως εκ τούτου, η στέρηση χρηματοοικονομικών και φυσικών πόρων από τις υγιείς επιχειρήσεις, καθώς αυτοί διοχετεύονται ματαίως προς τις επιχειρήσεις «ζόμπι», δημιουργεί επιβλαβή φαινόμενα στην αύξηση της απασχόλησης, των επενδύσεων και της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Παρόλο που η μελέτη του ΙΟΒΕ εστιάζει στον τραπεζικό δανεισμό των εταιρειών αυτού του τύπου, αντίστοιχο – και σε πολλές περιπτώσεις μεγαλύτερο – ζήτημα υπάρχει με τα χρέη τους προς το δημόσιο, κατά βάση προς την ΑΑΔΕ και τον e-ΕΦΚΑ και, σε λίγες περιπτώσεις έναντι άλλων φορέων, όπως δήμους κ.λπ.
Το πρόβλημα των εταιρειών «ζόμπι» είναι κατ' ουσίαν το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους προς το δημόσιο και η επίλυσή του καθίσταται επιτακτική, κάτι που τονίζεται με έμφαση από τα δεδομένα που φέρνει στο φως η μελέτη του ΙΟΒΕ. Πρώτον, διότι η μη επίλυση του ζητήματος των εταιρειών ζόμπι (με το κλείσιμο των περισσότερων εξ αυτών) προκαλεί ζημιά στον ανταγωνισμό. Δεύτερον, διότι, όσο δεν εκκαθαρίζεται η κατάστασή τους, δεν διασώζονται όσες «ημιθανείς» εταιρείες έχουν την αντικειμενική δυνατότητα να διασωθούν.
Το αποτέλεσμα είναι μία οικονομία που δεν αναπτύσσεται όσο μπορεί, που δεν παράγει όσες – και τόσο ποιοτικές – θέσεις εργασίας μπορεί και συνεπώς δεν επιτρέπει στις ελληνικές οικογένειες να προγραμματίζουν το μέλλον τους με ασφάλεια. Όλο αυτό το πλέγμα επιπτώσεων επιβαρύνει, εκτός των άλλων, και το δημογραφικό.
Βέβαια, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η επίλυση του ζητήματος των εταιρειών «ζόμπι» δεν είναι κάτι απλό. Το πρόβλημα είναι πραγματικά πολύπλοκο και ενέχει μεγάλους ηθικούς κινδύνους αν δεν αντιμετωπιστεί καίρια, με στοχευμένες, εξατομικευμένες λύσεις. Τα οριζόντια μέτρα (όπως ήταν, φερ' ειπείν, ο νόμος Κατσέλη για τα τραπεζικά δάνεια), οδηγούν πάντα σε αδικίες και εν τέλει αποτυγχάνουν.
Ένας λόγος που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την εξεύρεση βιώσιμης και αποτελεσματικής λύσης στο πρόβλημα είναι οι φωνές του λαϊκισμού, οι οποίες είναι κατεξοχήν ισχυρές σε αυτό τον τομέα. Οι λαϊκιστές πολιτικοί καλούν επίμονα και με το μέγιστο δυνατό θόρυβο τις κυβερνήσεις να υιοθετήσουν ρυθμίσεις των χρεών με πολλές δόσεις, εν είδει πανάκειας. Εντούτοις, τόσο η διεθνής, αλλά και η προσωπική μου εμπειρία πιστοποιούν πως οι πολλές δόσεις οδήγησαν σε ρυθμίσεις οι οποίες ανακούφισαν προσωρινά τους δικαιούχους, αλλά εν τέλει δεν τηρήθηκαν.
Επιπλέον, το πολιτικό σύστημα δεν είναι συνηθισμένο να μιλά εξ ονόματος των συνεπών επιχειρηματιών, αλλά πάντα μιλάει για τους υποτιθέμενους «κατατρεγμένους». Μόνο που μαζί με αυτούς κρύβονται και οι μόνιμοι, «στρατηγικοί» και εκ συστήματος κακοπληρωτές, οι οποίοι είναι περισσότεροι από όσοι νομίζουμε.
Και, οπωσδήποτε, οι όποιες λύσεις απαιτούν χρόνο και επιμονή στην εφαρμογή τους έως ότου εμπεδωθούν και αποδώσουν, αλλά και τεχνοκρατική επάρκεια. Δυστυχώς, όμως, κατά κανόνα το πολιτικό μας σύστημα επιλέγει λύσεις γρήγορες, χωρίς κόπο, που να ηχούν ωραία στα αυτιά των πολιτών.
Βάσει των προηγουμένων, πιστεύω πως έχουμε φτάσει στο σημείο του μη παρέκει, στη φάση της αξιολόγησης σεναρίων λύσης, με συγκεκριμένες προτάσεις. Γι' αυτό, λοιπόν, στο παρόν άρθρο προτείνω ένα ολοκληρωμένο σύστημα για τις εταιρείες «ζόμπι», ένα σχέδιο που έχω επεξεργαστεί με ειδικούς και το οποίο, κατά την άποψή μου, μπορεί πραγματικά να δώσει λύση στο ακανθώδες πρόβλημα που μας απασχολεί.
Το πρώτο χαρακτηριστικό το οποίο θεωρώ απαραίτητο, είναι η ξεκάθαρη κατηγοριοποίηση (με χρήση εργαλείων Τεχνητής Νοημοσύνης πλέον), των οφειλετών σε πολλαπλές κατηγορίες – ακόμη και πριν αυτοί καταστούν οφειλέτες, δηλαδή ήδη από την περίοδο όπου ακόμη είναι συνεπείς προς τις οικονομικές υποχρεώσεις τους. Η εξατομικευμένη βοήθεια, με φιλικό και συνεργατικό τρόπο θα μειώσει τις περιπτώσεις ευκαιριακής ασυνέπειας ή και μικρών προβλημάτων, τα οποία μπορούν να επιλυθούν γρήγορα, ώστε να μην προχωρούν σε επόμενα, πιο επίπονα, στάδια.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της λύσης είναι η υποχρεωτική ρύθμιση, ή αλλιώς η υποχρεωτική αντιμετώπιση του προβλήματος. Δεν πρέπει να αφήνουμε, όπως συμβαίνει σήμερα στις πλείστες των περιπτώσεων, τα χρέη απλώς να συσσωρεύονται, χωρίς καμία φροντίδα για την αντιμετώπισή τους. Ως προς αυτό, θα πρέπει να γίνουμε σαφώς πιο αυστηροί, σε σχέση με τη σημερινή πρακτική.
Τρίτον, σε περίπτωση ρύθμισης θα πρέπει όλα τα μέτρα που έχουν παρθεί – και ιδιαίτερα η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών – να αίρονται. Η ρύθμιση είναι μια σύμβαση μεταξύ του ιδιώτη και του δημοσίου και αναλαμβάνονται συγκεκριμένες υποχρεώσεις, αρκετά επαχθείς για την τήρησή τους. Συνεπώς, δεν μπορεί το δημόσιο να περιμένει ότι μια βαριά τραυματισμένη επιχείρηση, με δεσμευμένους λογαριασμούς, μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές. Εδώ πρέπει να εκλογικεύσουμε (άρα να ελαφρύνουμε) το σύστημα.
Τέταρτον, οι ρυθμίσεις πρέπει να έχουν συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα περάτωσης, μέσα στον οποίον η επιχείρηση θα πρέπει να επανέλθει στην κανονική ροή πληρωμών. Το περιθώριο αυτό δεν νοείται να ξεπερνά τα τρία χρόνια και, υπό προϋποθέσεις, τα πέντε. Η διεθνής πρακτική μας υποδεικνύει ότι η τριετία/πενταετία είναι ένα διάστημα ικανό για την επαναφορά των προβληματικών επιχειρήσεων στη βιωσιμότητα, δεδομένου ότι σε άλλη περίπτωση θα οδηγηθούν έτσι και αλλιώς σε κλείσιμο ή θα μετατραπούν σε ζόμπι.
Πέμπτον, δε θα πρέπει να συσσωρεύονται νέα χρέη. Και αν αυτά υπάρξουν, θα πρέπει να ενσωματώνονται στο αρχικό χρονοδιάγραμμα των πέντε ετών χωρίς να επιτρέπεται η υπέρβασή του. Σήμερα στην ΑΑΔΕ, ενώ έχουμε ρυθμίσεις των 24 δόσεων, αυτές στην πράξη μπορούν να δημιουργούνται κάθε μήνα, άρα ανοίγεται ένα παράθυρο, ώστε κάποια επιχείρηση να τεθεί σε μόνιμη διαδικασία ρύθμισης χωρίς συγκεκριμένο ορίζοντα ολοκλήρωσης.
Έκτον, μέσω της δημιουργίας ενός Ενιαίου Φορέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, όσοι δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στα προηγούμενα στάδια θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει πτωχευμένοι. Αυτό σημαίνει πως όποιος χρωστά στο δημόσιο (κυρίως στην ΑΑΔΕ ή τον e-ΕΦΚΑ) και δεν μπορεί να ανταποκριθεί, θα πρέπει είτε να παραπέμπεται σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με πρωτοβουλία του δημοσίου (με δική του πρωτοβουλία, ο επιχειρηματίας θα μπορεί να εντάσσεται στον εξωδικαστικό όποτε θέλει, όπως ισχύει και τώρα), είτε θα οδηγείται σε διαδικασίες εκκαθάρισης, πτώχευσης κ.τ.λ. – και πάλι με πρωτοβουλία του δημοσίου.
Το σημείο αυτό, το πιο δύσκολο να υλοποιηθεί για προφανείς λόγους, είναι και το πιο κρίσιμο. Το συμφέρον της οικονομίας είναι τα παραγωγικά πάγια (κτήρια, μηχανήματα κ.ο.κ.) να δίνονται σε οντότητες που μπορούν να τα αξιοποιήσουν το συντομότερο δυνατόν, από τη στιγμή που εξαντλήθηκαν τα περιθώρια διάσωσης της επιχείρησης.
Τελος, ένας Ενιαίος Φορέας Συμψηφισμού θα μπορούσε να διενεργεί αυτόματους συμψηφισμούς σε πλείστες όσες περιπτώσεις όπου οι καθυστερήσεις στις πληρωμές προς το δημόσιο οφείλονται στο ίδιο το δημόσιο, το οποίο με τη σειρά του καθυστερεί στην πληρωμή τιμολογίων προς τις επιχειρήσεις με τις οποίες συνεργάζεται. Η επίλυση του προβλήματος αυτού θα εμπεδώσει το αίσθημα δικαιοσύνης, αφού θα νιώσουν όλοι πως το δημόσιο αναγνωρίζει τη δική του υπαιτιότητα, όποτε και όπου αυτή προκύπτει.
Εν κατακλείδι, φυσικά κανείς δεν υποστηρίζει ότι τα παραπάνω είναι εύκολα στην υλοποίησή τους. Επίσης, είναι δεδομένο ότι το όλο project εκκαθάρισης των εταιρειών «ζόμπι» και το νοικοκύρεμα του συγκεκριμένου τομέα, απαιτεί χρόνο, ο οποίος μπορεί να πλησιάζει ακόμη και μια ολόκληρη τετραετία. Όμως, η ανάγκη να δώσουμε λύση είναι επιτακτική και ο χρόνος που θα έπρεπε να ξεκινήσουμε τις προσπάθειές μας να απαλλάξουμε την οικονομική ζωή στη χώρα μας από το άχρηστο, επιζήμιο και αντιπαραγωγικό βάρος των εταιρειών «ζόμπι» είναι, κυριολεκτικά, χθες.
*Ο Χάρης Θεοχάρης είναι βουλευτής Νοτίου Τομέα ΝΔ