του Απόστολου Σκουμπούρη
Χωρίς καμιά διάθεση για ανεύθυνες καταστροφολογίες, δε θα ήταν υπερβολή αν επισημαίναμε ότι η αγορά είναι ιδιαιτέρως ανήσυχη έως και πανικόβλητη από τις δυσμενείς εξελίξεις στην αλυσίδα καταστημάτων Μαρινόπουλος. Παρ'' ότι ήταν γνωστά τα προβλήματα που έχει, εντούτοις το εξαιρετικά μεγάλο μέγεθος και το εκτόπισμα της αλυσίδας που για πολλά χρόνια μεσουρανούσε στον κλάδο λιανικής στη χώρα μας, δεν αφήνουν περιθώρια για... εύκολες και ανώδυνες λύσεις. Εύρος καταστημάτων, αριθμός εργαζομένων, αλλά και άνοιγμα στους προμηθευτές, καθιστά την περίπτωση της Μαρινόπουλος τον απόλυτο Γόρδιο Δεσμό για όλο το πολιτικοοικονομικό σύστημα της χώρας, σε μια συγκυρία ιδιαιτέρως ηλεκτρισμένη από κάθε άποψη.
Σε off the record συζητήσεις κορυφαίοι παράγοντες της αγοράς τονίζουν ότι «η εταιρεία έχει χάσει εδώ και καιρό τη δεδηλωμένη των καταναλωτών και αυτό είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Αν μια εταιρεία χάσει τη δεδηλωμένη – δηλαδή την εκτίμηση – των καταναλωτών, αν ο κόσμος δεν μπαίνει πλέον στα καταστήματα, τότε όλα τα προγράμματα εξυγίανσης βαίνουν στο κενό».
Βεβαίως, θα πρέπει να περιμένουμε τις εξελίξεις, καθώς στο παρασκήνιο υπάρχουν αρκετές διεργασίες και γίνονται προσπάθειες να βρεθούν μία ή περισσότερες φόρμουλες και συνδυαστικές διαδικασίες ώστε η Μαρινόπουλος, με τα εκατοντάδες καταστήματα, τους 11.000 εργαζομένους και τους 3.000 προμηθευτές να μπορέσει να συνεχίσει τη λειτουργία της. Έστω και αν είναι κοινός τόπος πλέον, ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι ίδιο και τίποτα δεν μπορεί να γίνει όπως παλιά...
Αυτοί που πάντως έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα σε ότι αφορά τους προμηθευτές της εταιρείας είναι οι μικρές – σχεδόν οικογενειακές – επιχειρήσεις και βιοτεχνίες οι οποίες προμήθευαν την αλυσίδα με προϊόντα τους (ιδιωτικής ετικέτας), με σταθερές συμβάσεις, δηλαδή με «κλειστά» συμβόλαια, αποκλειστικότητας. Πρόκειται για μικρομεσαίες εταιρείες που είχαν κάνει το... κουμάντο τους αναπτύσσοντας την εταιρεία τους μέσω πακέτων ΕΣΠΑ ή μέσω ιδίων κεφαλαίων και τώρα μένουν εκτεθειμένες λόγω της αδυναμίας πληρωμής από τη μεγάλη αλυσίδα.
Τέτοιες επιχειρήσεις είναι δεκάδες απ'' όλους τους κλάδους και οι οποίες κινδυνεύουν να μείνουν στο απόλυτο κενό, πλήρως εκτεθειμένες, με ότι συνεπάγεται αυτό για το... δράμα που μπορεί να ακολουθήσει.
Ας δούμε τι επισημαίνουν στο Liberal τρεις παράγοντες της αγοράς που είναι ανάμεσα στους 3.000 προμηθευτές της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Μαρινόπουλος.
Γιάννης Μαρλαφέκας, (πρόεδρος & δ/νων σύμβουλος της Λουξ): «Τα προβλήματα είχαν διαφανεί ένα χρόνο πριν – Ζητούμε διαφάνεια και ενημέρωση»
Απολύτως ξεκάθαρος – ζητώντας πλήρη διαφάνεια και ενημέρωση για τι ακριβώς συμβαίνει στον όμιλο Μαρινόπουλου – αλλά συνάμα και έτοιμος να βοηθήσει σε περίπτωση που υπάρξει ουσιαστικό και βιώσιμο σχέδιο διάσωσης της Μαρινόπουλος είναι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Λουξ, κ. Γιάννης Μαρλαφέκας. Ο ίδιος θέτει σοβαρά ζητήματα και ερωτήματα για το που πήγαν τα λεφτά, πως ένας τόσο μεγάλος όμιλος εμφανίζει τόσο τεράστια προβλήματα, ενώ επισημαίνει ότι η όποια πρόταση του ομίλου για εξυγίανση θα πρέπει να συνδυάζεται με πειστικές και ξεκάθαρες απαντήσεις για το πως φτάσαμε ως εδώ.
Ο κ. Μαρλαφέκας τονίζει ότι «εμείς ως Λουξ έχουμε σταματήσει από το Σεπτέμβριο του 2015 να παρέχουμε τα προϊόντα μας στον όμιλο, καθώς είχαμε δει εξαιρετικά ανησυχητικά σημάδια, όπως επιταγές να “γυρνούν” στην αγορά, δυσχέρεια στις πληρωμές και άλλα συμπτώματα. Παράλληλα, μέσω κάποιων ενεργειών, έχουμε πάρει τα περισσότερα εκ των οφειλομένων.
Βεβαίως μιλούμε για έναν πελάτη μας, θέλουμε να τα καταφέρει, όμως ως επιχείρηση κρίναμε ότι δεν μπορούμε να αναλάβουμε επιπλέον ρίσκο που θα μπορούσε να φέρει άλλα προβλήματα σε εμάς. Προ διμήνου, γύρω στον Απρίλιο του 2016, όταν εξαγγέλθηκε η συμφωνία με την εταιρεία Σκλαβενίτης, σε διαδοχικές συναντήσεις στον Άλιμο με 20 έως 25 επιχειρηματίες – προμηθευτές, μας έγινε η παρότρυνση να στηρίξουμε περαιτέρω. Κάποιοι πιέστηκαν να εκτεθούν σε μεγαλύτερο επιχειρηματικό ρίσκο. Ο καθένας επιλέγει την πορεία και τα ρίσκα που αναλαμβάνει».
Ο κ. Μαρλαφέκας, θέτει παράλληλα μια σημαντική παράμετρο, τονίζοντας: «Εδώ θα ήθελα να επισημάνω το εξής. Στο λιανεμπόριο, η είσπραξη γίνεται τοις μετρητοίς, ενώ οι προμηθευτές πληρώνονται έξι, οκτώ ή και δέκα μήνες αργότερα! Που πήγαν τα λεφτά; Η πρόταση του ομίλου για προστασία από τους πιστωτές, θα πρέπει να συνοδεύεται με πειστική απάντηση για την οικονομική διάρθρωση. Να στηρίξουμε τι; Η νέα μέρα ποια θα είναι; Θα πάμε σε κούρεμα υποχρεώσεων; Ειδικά σε ένα τόσο σαθρό οικονομικό περιβάλλον στη χώρα, θα πρέπει να δούμε την επόμενη ημέρα.
Η πρόταση του ομίλου, ειδικά ενός ομίλου τέτοιου μεγέθους, πρέπει να έχει διαφανείς, ξεκάθαρους κανόνες αλλά και αυτοκριτική. Φυσικά και είναι πελάτης μας η Μαρινόπουλος, θέλω να διασωθεί, να διασωθούν και οι θέσεις εργασίας. Αλλά ζητώ ενημέρωση και διαφανή προσέγγιση από την πλευρά του ομίλου. Βλέπουμε με πολύ σεβασμό την όλη προσπάθεια αλλά δικαιούμαστε να ζητάμε διαφάνεια. Είμαστε έτοιμοι να στηρίξουμε μια υγιή και βιώσιμη προσπάθεια, αλλά πρώτα απαιτούμε να γίνει ξεκάθαρη αυτοκριτική»
Νικήτας Πρίντζος, (πρόεδρος της ΕΒΟΛ): «Λυπηρό φαινόμενο, κίνδυνος γενικευμένου ντόμινο»
Μεγάλο ντόμινο στην αγορά φοβάται ο πρόεδρος του επιτυχημένου κτηνοτροφικού συνεταιρισμού Βόλου, της γνωστής Βιομηχανίας Γάλακτος ΕΒΟΛ κ. Νικήτας Πρίντζος, που εδώ και πολλά χρόνια είχε συνεργασία με την αλυσίδα καταστημάτων Μαρινόπουλος.
«Ο συνεταιρισμός μας είχε συνεργασία με τη Μαρινόπουλος σχεδόν 20 χρόνια, όμως από τις αρχές του 2016 έχουμε σταματήσει τη διανομή, λόγω προβλημάτων καταβολής πληρωμών από την πλευρά της αλυσίδας. Καταλαβαίνετε ότι εμείς είμαστε συνεταιρισμός, οπότε δεν μπορούσαν οι κτηνοτρόφοι να λειτουργούν και να δίνουν προϊόντα επί μακρόν χωρίς να καταβάλλονται πληρωμές. Απλώς δεν άντεχαν οικονομικά. Κάναμε ενέργειες με τα μέσα που διαθέταμε και ο όμιλος Μαρινόπουλου έκανε ένα πρόγραμμα εξόφλησης, καταβάλλοντας ένα αρκετά μεγάλο ποσό μηνιαίως. Πλέον σε εμάς δεν χρωστούν οι άνθρωποι και το δηλώνω ξεκάθαρα αυτό».
Από εκεί και πέρα ο κ. Πρίντζος εκφράζει την ανησυχία και τους φόβους του για διευρυμένο ντόμινο στην αγορά, καθώς «η Μαρινόπουλος είναι πολύ μεγάλη εταιρεία και δύναται να παρασύρει πολλούς ακόμα. Πιστεύω θα πληρώσει πολύ ακριβά η ελληνική οικονομία αυτή την ιστορία με τη Μαρινόπουλος. Πρόκειται για την πιο δυσμενή εξέλιξη στο χώρο του εμπορίου εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια. Θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη η ανάκαμψη της εταιρείας, καθώς πλέον οι καταναλωτές έχουν προϊδεαστεί αρνητικά. Η μόνη ελπίδα είναι να παρέμβει η πολιτεία και να μεσολαβήσει ώστε να βρεθεί η πιο σωστή και βιώσιμη λύση».
Μιχάλης Τσαούτος (Γενικός διευθυντής ΕΨΑ): «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα»
Σίγουρος ότι η ιστορία αυτή θα συμπαρασύρει πολλές ακόμη επιχειρήσεις που είχαν συμβάσεις για private label (ιδιωτική ετικέτα) προϊόντα είναι ο κ. Μιχάλης Τσαούτος, γενικός διευθυντής της ΕΨΑ, της γνωστής και ιστορικής εταιρείας αναψυκτικών που εδρεύει στο Βόλο. Σε δηλώσεις του στο Liberal ο κ. Τσαούτος τονίζει ότι «όταν έγινε η συμφωνία τον Απρίλιο του 2016, όλοι οι προμηθευτές πιέστηκαν κατά κάποιο τρόπο να υπογράψουν μια συμφωνία, κάποιου είδους μνημόνιο, ώστε να συνεχίσουν να δίνουν προϊόντα τους στην αλυσίδα, ενώ τα οφειλόμενα επιμερίστηκαν σε περισσότερο χρόνο, σε βάθος π.χ. 24 μηνών, ώστε η εταιρεία να μπορεί να εξυπηρετεί και παράλληλα να αναπνεύσει. Έγινε δηλαδή μια προσπάθεια να κρατηθεί “ζωντανό” το σύστημα, να μπει σε μια σειρά και να αποφορτιστεί μερικώς η κατάσταση. Όμως, δεν προχώρησε.
Βεβαίως, όλοι οι προμηθευτές άρχισαν να κινούνται πιο αμυντικά και συντηρητικά, μείωσαν τις διακινούμενες ποσότητες, σε μια προσπάθεια να μην εκτεθούν σε νέα μεγάλα ανοίγματα. Δόθηκε η πρώτη δόση από την πλευρά της Μαρινόπουλος, όμως η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Μόνο οι πολυεθνικές πληρώνονταν, καθώς αυτές βάζουν πλαφόν στο “άνοιγμά” τους, λειτουργούν δηλαδή με... κόφτη, οπότε κάθε επιχειρηματίας που δε θέλει να χάσει κορυφαία σήματα και κωδικούς, πληρώνει πρώτα αυτές. Αυτοί που έχουν ήδη πρόβλημα και θα έχουν θέμα επιβίωσης αν υπάρξει δραματικότερη εξέλιξη πρόβλημα είναι οι μικρές – ελληνικές – εταιρείες που διαχειρίζονται τις ιδιωτικές ετικέτες. Οι εταιρείες αυτές είναι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Η κατάσταση είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Κάθε λύση, θα φέρει μεγάλα προβλήματα. Ας ελπίσουμε να επιλεγεί η αυτή που θα φέρει το μικρότερο κακό».