Photo by REUTERS/Yuri Gripas
Του Βασίλη Γεώργα
Με το ένα πόδι μέσα στο ελληνικό πρόγραμμα θεωρείται ότι βρίσκεται από χθες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο φέρεται έτοιμο να παράσχει νέο δάνειο ύψους 6 έως 8 δισ. ευρώ στην Ελλάδα έναντι ξεχωριστού «μνημονίου» που θα συνοδεύεται από αιρεσιμότητες επίτευξης συγκεκριμένων στόχων.
Η δημόσια τοποθέτηση του εκπροσώπου του Ταμείου, Gerry Rice, ότι επαρκεί μια «υποσχετική» για τα μέτρα που θα εφαρμοστούν στο μέλλον ερμηνεύεται ως το πιο κρίσιμο βήμα προς την κατεύθυνση επιστροφής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο τρίτο μνημόνιο.
Αποτελεί εκ των πραγμάτων ένα συναινετικό βήμα πίσω σε σχέση με τις αρχικές θέσεις του Ταμείου, που επεδίωκε παρεμβάσεις άμεσης εφαρμογής. Ακολουθεί όμως και τη διαφαινόμενη «οπισθοχώρηση» των Ευρωπαίων εταίρων από τη θέση ότι στην παρούσα φάση θα προσδιορίζονταν μόνο παρεμβάσεις για το «βραχυπρόθεσμο» σκέλος του χρέους ως το 2018.
Στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, ο πρόεδρος της Ευρωομάδας, Jeroen Dijsselbloem, άφησε για πρώτη φορά ανοιχτό το ενδεχόμενο αποσαφήνισης κάποιων «μεσοπρόθεσμων» μέτρων, ενώ το κυριότερο είναι ότι έβαλε στο τραπέζι την προοπτική μείωσης του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το 3,5% μετά το 2018.
Στόχος το 2021
Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, από τις διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη και τις παρεμβάσεις που είναι υπό συζήτηση, η συμφωνία για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα θα μπορούσε να επιτρέψει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να συμμετέχει στο πρόγραμμα με ένα νέο δάνειο, χαρακτηρίζοντας το ελληνικό χρέος «βιώσιμο» για μια πενταετία μέχρι το 2020-2021.
Στο διάστημα αυτό, η Ελλάδα θα κληθεί να εφαρμόσει το συγκεκριμένο πακέτο μεταρρυθμίσεων για το οποίο έχει δεσμευτεί ή ένα για το οποίο πρόκειται να δεσμευτεί στο μέλλον, ενώ, από την αρχή της επόμενης δεκαετίας πλέον, οι παρεμβάσεις που θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν και να ενεργοποιηθούν θα αφορούν τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Εφόσον υπάρξει συμφωνία, το ΔΝΤ θα υπογράψει με την Αθήνα το δικό του λεπτομερές Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Memorandum of Economic and Financial Policies (MEFP). Το κείμενο αυτό θα περιέχει πρόσθετες και, σύμφωνα με την εμπειρία των προηγούμενων ετών, πιθανόν σκληρότερες δεσμεύσεις για την Ελλάδα, αλλά θα τρέχει παράλληλα με το MoU της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως συνέβη με τα δύο προηγούμενα μνημόνια.
Το ερώτημα που δεν αναμένεται να απαντηθεί πριν το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου είναι με ποιες νέες υποχρεώσεις εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης και τι είδους «παραχωρήσεις» εκ μέρους των δανειστών θα καταστεί εφικτό να προσεγγίσουμε ως το τέλος του έτους μια επωφελή συμφωνία διευθέτησης του ελληνικού χρέους.
Επωφελής, υπό την έννοια ότι θα δημιουργεί πιο χαλαρό δημοσιονομικό πλαίσιο και, παράλληλα, θα ανοίγει τον δρόμος ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά χωρίς να απαιτείται αποκλειστικά το δεκανίκι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να ξαναβγεί η Ελλάδα στις αγορές το 2018.
Έχει επίσης της σημασία του ότι η δημόσια τοποθέτηση του ΔΝΤ έρχεται μόλις μια ημέρα μετά τη δημοσιοποίηση της φθινοπωρινής έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία. Σε αυτήν την έκθεση, η Κομισιόν άνοιξε για πρώτη φορά παράθυρο για τη λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση, ζητώντας να συμπεριληφθούν τυχόν αναπροσαρμογές στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2017-2020.
Το Μεσοπρόθεσμο πρόκειται να έρθει προς ψήφιση στη Βουλή μαζί με τον προϋπολογισμό του 2017 και το ερώτημα είναι αν και τι είδους πιθανά μέτρα λιτότητας μπορεί να περιλαμβάνει ώστε να «κλειδώνει» από τώρα την επίτευξη των στόχων του προγράμματος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ το 2017 και 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Στο κάδρο τα πρωτογενή πλεονάσματα
Αρχίζει να γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι η μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 θα έχει κομβικό ρόλο στην αναδιάρθρωση του χρέους.
Ο επικεφαλής του EFSF, Klaus Regling.
Αντίστοιχα σημαντικό ρόλο θα έχει και μια μεγαλύτερη από την έως τώρα προσδοκώμενη επιμήκυνση των λήξεων των ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) σε συνδυασμό με το «κλείδωμα» των επιτοκίων σε σταθερά χαμηλά επίπεδα για τα επόμενα χρόνια.
Το ερώτημα είναι σε ποιο επίπεδο πρωτογενών πλεονασμάτων θα βρεθεί η «χρυσή τομή» ανάμεσα στην πρόταση του Βερολίνου για 3,5% (6 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές), την πρόταση της Ελλάδας για 2,5% (4,3 δισ. ευρώ) και του ΔΝΤ, που υποστηρίζει ότι το ελληνικό πρόγραμμα μπορεί να «βγει» μόνο με πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% του ΑΕΠ (2,6 δισ. ευρώ ετησίως) ή με νέα μέτρα.
Η απόφαση που θα ληφθεί θα κρίνει και το ύψος των δυνητικών δημοσιονομικών μέτρων που θα ζητηθούν από την Ελλάδα έτσι ώστε να καλυφθεί η διαφορά σε σχέση με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ.