Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Η μείωση των φορολογικών συντελεστών, τόσο των νομικών προσώπων όσο και των ιδιωτών, αποτελεί βασική προτεραιότητα για την προσέλκυση νέων επενδύσεων και για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Αυτή ενεργοποιεί κυρίως δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας, διότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές δρουν ανασταλτικά σε κάθε νέα εγχώρια επιχειρηματική και επαγγελματική προσπάθεια.
Η μείωση των φορολογικών συντελεστών ενδιαφέρει ακόμα και όσους επενδυτές από το εξωτερικό και το εσωτερικό της χώρας επενδύουν άμεσα σε εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Και αυτό, διότι οποιαδήποτε μείωση βελτιώνει αντίστοιχα τους συντελεστές της τελικής κερδοφορίας και των προσόδων μέσω των μερισμάτων. Έτσι, οι δείκτες γίνονται πιο ελκυστικοί, η αξιολόγηση των εταιρειών θετικότερη και οι εισροές επενδυτικών κεφαλαίων σημαντικότερες.
Η μείωση της φορολογίας των εταιρικών κερδών από το 29% στο 20% και της φορολογίας μερισμάτων από το 15% στο 5% κινούνται απόλυτα σ'' αυτή την κατεύθυνση. Έχει δε αποδειχθεί, σύμφωνα με τις μελέτες του ΙΟΒΕ για την Ελλάδα, πως η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, οδηγεί στην αύξηση των ετήσιων πραγματικών επενδύσεων κατά 15% σε βραχυχρόνιο ορίζοντα. Ένα ποσοστό που μειώνεται φυσιολογικά στο 10% σε βάθος χρόνου.
Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε πως η φορολογική ελάφρυνση δεν αποτελεί από μόνη της την ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανατροπή του χέρσου επενδυτικού τοπίου και για την απαρχή ενός νέου βιώσιμου αναπτυξιακού περιβάλλοντος. Για τους ξένους επενδυτές η μείωση των φορολογικών συντελεστών δεν είναι απαραίτητα το κυρίαρχο κριτήριό τους, στη λήψη των επενδυτικών τους αποφάσεων. Υπάρχουν άλλωστε πολλοί νομότυποι τρόποι, που επιτρέπουν στις εταιρείες αλλοδαπών συμφερόντων να αποφεύγουν σημαντικό μέρος τους βάρους των φορολογικών υποχρεώσεών τους.
Από προσωπική εμπειρία, θα σας καταθέσω πως στις συζητήσεις με επενδυτικά σχήματα του εξωτερικού το ύψος των φορολογικών συντελεστών αρκετές φορές δεν μπαίνει καν στο τραπέζι των συζητήσεων. Εκείνο που σίγουρα κρατάει την πρώτη θέση στην ημερήσια διάταξη των παρουσιάσεων, των συζητήσεων και των διαπραγματεύσεων, είναι το γενικότερο οικοσύστημα των επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας στη Ελλάδα. Το λεγόμενο «Doing business in Greece».
Όλοι γνωρίζουν πως η Ελλάδα εξακολουθεί να ανήκει τις χώρες της Ε.Ε. με τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές φυσικών προσώπων, καθώς η φορολογική πίτα κατανέμεται με βαρύ και άνισο τρόπο σε μικρό αριθμό φορολογουμένων. Έτσι η Ελλάδα έχει χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές από τους αντίστοιχους των χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης και αισθητά υψηλότερους από τις γειτονικές Βαλκανικές χώρες, τις χώρες της Βαλτικής και της υπόλοιπες χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ.
Όμως, σε επίπεδο φορολογίας των νομικών προσώπων, μετά τις ραγδαίες μειώσεις των φορολογικών συντελεστών, η Ελλάδα κινείται πλέον κάτω από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. Ο νέος φορολογικός συντελεστής στην Ελλάδα είναι το 20%, τη στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι το 22,5%.
Έτσι πλέον είμαστε πιο κοντά στους φορολογικούς συντελεστές της Κύπρου και της Ιρλανδίας που είναι 12,5% και της γειτονικής Βουλγαρίας που είναι 10%. Οι χώρες αυτές έχουν επενδύσει πολλά στη χαμηλή φορολογία και έχουν προσελκύει σειρά μεγάλων, αλλά και μικρών επιχειρήσεων στο έδαφός τους. Και η πολιτική τους αυτή έχει επιβραβευθεί, κάτι που καταγράφεται στους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας τους και τους ρυθμούς μείωσης της ανεργίας.
Και ενώ είναι αρκετές οι εταιρείες που έχουν ανταποκριθεί στις χαμηλές φορολογικές πολιτικές των χωρών αυτών, η πλειονότητα των εταιρειών που στηρίζουν την ευρωπαϊκή παραγωγή εξακολουθούν να έχουν την έδρα τους σε χώρες όπως είναι η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, που διατηρούν υψηλούς συντελεστές φορολόγησης, επιτυγχάνοντας όμως ταυτόχρονα ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Το γεγονός αυτό από μόνο του καταδεικνύει πως οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν μόνο μία πτυχή στην επενδυτική λογική και πως η προσέλκυση επενδύσεων είναι μια διαδικασία πιο σύνθετη. Υπάρχουν λοιπόν και άλλες προϋποθέσεις, που θα μπορούσαν να προσφέρουν στους δυνητικούς επενδυτές ικανοποιητικούς ρυθμούς επιτυχούς επιχειρηματικότητας και στην εγχώρια οικονομία μια μακροχρόνια θετική πορεία ανάπτυξης και απασχόλησης.
Για παράδειγμα, ο επενδυτής θα πρέπει να γνωρίζει και να είναι σίγουρος πως οι φορολογικοί συντελεστές δεν θα υπόκεινται σε διακυμάνσεις και πως η διαδικασία των φορολογικών ελέγχων θα είναι αξιόπιστη. Έτσι μόνο θα μπορέσει να διαμορφώσει το επιχειρηματικό του σχέδιο, το πρόγραμμα των χρηματορροών των επενδύσεών του, καθώς και τη φορολογική στρατηγική του. Θα πρέπει να έρχεται αντιμέτωπος με μια απλοποιημένη φορολογική νομοθεσία, με διαφανείς και αντικειμενικούς φορολογικούς ελέγχους και με μια φορολογική δικαιοσύνη που θα λειτουργεί γρήγορα και αποτελεσματικά, χωρίς να κρατάει τον επενδυτή όμηρο για πάντα.
Και γιατί δίνουμε σημασία στην ταχύτητα απονομής της φορολογικής δικαιοσύνης; Διότι οι ρυθμοί της ακολουθούν τους κλασικούς ρυθμούς επίλυσης επιχειρηματικών διαφορών και εταιρικών θεμάτων. Και αυτοί οι ρυθμοί κατατάσσουν την Ελλάδα σε μια κατηγορία που δεν απέχει πολύ από το καθεστώς της αρνησιδικίας. Κοντά στις 1.600 ημέρες χρειάζονται για να λυθεί μια υπόθεση δικαστικής διαφοράς μιας επιχείρησης στην Ελλάδα, όταν χρειάζεται 385 ημέρες στη Γαλλία και 500 στο Βέλγιο, με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ να κυμαίνεται στις 580 ημέρες.
Η απάντηση στην κλασική ερώτηση των επενδυτών, «πόσο γρήγορα και πόσο εύκολα μπαίνω και βγαίνω σε μια επένδυση;», ή «πόσο γρήγορα και πόσο εύκολα ανοίγω και κλείνω μια επιχείρηση;», είναι πλέον αρκετά ικανοποιητική ως προς το πρώτο σκέλος. Και, ναι! Ανοίγεις ευκολότερα μια επιχείρηση στην Ελλάδα απ' ό,τι πριν από κάποια έτη, όχι πολύ μακρινά. Αλλά, στην αποχώρηση υπάρχουν αρκετά θέματα που χρήζουν αντιμετώπισης.
Η αστάθεια του φορολογικού συστήματος και η καθυστέρηση στην επίλυση των φορολογικών διαφορών οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο καθεστώς της πολυνομίας. Έχει υπολογιστεί πως τα τελευταία 30 χρόνια έχουν ψηφιστεί 4.100 νόμοι που έχουν ακολουθηθεί από 115.000 υπουργικές αποφάσεις και προεδρικά διατάγματα. Μέσα σε αυτό το καθεστώς πολυνομίας δεν θα ήταν επισφαλές να υποστηρίξουμε πως αρκετοί νόμοι επικαλύπτονται, αλληλοαναιρούνται και δυσερμηνεύονται, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο κοκτέιλ ανασφάλειας στους επενδυτές. Δεν είναι τυχαίο πως πολλές συμφωνίες εξαγορών, συγχωνεύσεων ή νέων επενδύσεων μένουν ημιτελείς, μόλις ασχοληθούν με αυτές οι νομικοί σύμβουλοι των επενδυτών από το εξωτερικό.
Οι δείκτες που έχουν σχέση με τη λειτουργία και τη αποτελεσματικότητα του ελληνικού Δημοσίου αποτελούν ένα ακόμα τετραγωνάκι το οποίο συμπληρώνεται στις παρουσιάσεις που γίνονται στους ξένους επενδυτές. Και οι δείκτες αυτοί είναι ντροπιαστικοί για τη χώρα μας, διότι την κατατάσσουν στους ουραγούς της Ε.Ε. Έτσι, αθροιστικά το σύνολο των διοικητικών βαρών ανέρχεται στο 6,8% του ΑΕΠ, τη στιγμή που στη Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι 1,5%. Αν δίπλα στην αναποτελεσματικότητα του Δημοσίου, τοποθετήσουμε και τους δείκτες της διαφάνειας και της διαφθοράς, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Γι' αυτό και ο ψηφιακός μετασχηματισμός του Δημοσίου αποτελεί τη μεγαλύτερη προτεραιότητα της νέα κυβέρνησης.
Υπάρχουν, τέλος, και δύο άλλοι δείκτες, που καταγράφουν σημαντική εθνική υστέρηση. Το κενό των επενδύσεων σε υποδομές, που αθροιστικά από το 2009 έως το 2018 υπερβαίνει τα 12 δισ. ευρώ. Και δεν είναι μόνο το γεγονός πως οι επενδύσεις σε έργα υποδομών έχουν σημαντικό οικονομικό πολλαπλασιαστή της τάξης του 1,8x, αλλά η πραγματικότητα που δείχνει πως η οικονομία χωλαίνει σ'' αυτόν τον τομέα αποθαρρύνοντας επενδυτές, που επιθυμούν να κάνουν χρήση αυτών των υποδομών. Τέλος, οι δείκτες έρευνας και ανάπτυξης, πάνω στους οποίους στηρίζεται η καινοτομία και η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, μας κατατάσσουν χαμηλά στην Ε.Ε., με το ποσοστό τους σε σχέση με το ΑΕΠ να είναι κοντά στο μισό από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Η μείωση της φορολογίας ήταν μια κίνηση ουσίας, με άμεσες θετικές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών και στους δείκτες απόδοσης των νομικών προσώπων. Όμως τώρα έφτασε η ώρα των τομών και των μεταρρυθμίσεων. Των συγκρούσεων με τον κακό μας εαυτό και με τον τρόπο που έχουμε μάθει να λειτουργούμε όλα αυτά τα χρόνια. Εδώ, σε αυτόν τον τομέα, θα κριθεί η επιτυχία της κυβέρνησης και η βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 20 Σεπτεμβρίου