Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι βαμμένο με ψέμα

Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι βαμμένο με ψέμα

Του Βασίλη Γεώργα

Όχι, αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα των 7 δισ. ευρώ που φέρει σφραγίδα ΣΥΡΙΖΑ δεν «είναι βαμμένο με αίμα» ούτε  «προϊόν αφάνταστης δυστυχίας και απίστευτων στερήσεων του ελληνικού λαού».

Τέτοιο ήταν κατά τον Αλέξη Τσίπρα μόνο το 2014, επί επάρατου Δεξιάς, τότε που ο κόσμος έψαχνε ακόμη στα σκουπίδια και ο σημερινός Πρωθυπουργός καθάριζε το δρόμο προς την εξουσία καβάλα στο άλογο του ακραίου λαϊκισμού. 

Αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα των 7 δισ. ευρώ είναι πρωτίστως βαμμένο με ψέμα.

Το ψέμα που πιπιλούσε σαν καραμέλα η πάλαι ποτέ ριζοσπαστική κυβέρνησή μας όταν ακόμη ήθελε να τελειώνει με τα μνημόνια και να κατατροπώσει το ΔΝΤ, τη Μέρκελ, τον Σόιμπλε και τον Στουρνάρα, και το ψέμα των δανειστών που επιμένουν σε μια συνταγή η οποία αναπαράγει τη λιτότητα.

Για αυτό και στον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται τώρα σε τούτη την αμήχανη θέση που δεν ξέρουν αν πρέπει να πανηγυρίσουν ή να σιωπήσουν για το επίτευγμά τους το οποίο οφείλεται στο ότι πάτησαν στα ίδια βήματα με τους προηγούμενους με τη διαφορά ότι αποδείχθηκαν βασιλικότεροι του βασιλέως.

Δεν εξελέγησαν άλλωστε για να πανηγυρίζουν τα πλεονάσματα. Εξελέγησαν για να αλλάξουν τους όρους στην οικονομία και την κοινωνία και κατέληξαν να αλλάζουν τα φώτα στους συνταξιούχους, τους μισθωτούς, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις.

Το υπερπλεόνασμα 4,1% του 2016 είναι πράγματι μια πολύ μεγάλη δημοσιονομική επιτυχία για τη χώρα, αλλά είναι ακόμη μεγαλύτερη για τους δανειστές. Το καλύτερο αποτέλεσμα που είχαμε να επιδείξουμε πριν από αυτό ήταν εκείνο του 2013, όταν το πρωτογενές πλεόνασμα είχε διαμορφωθεί στο 0,3% του ΑΕΠ. 

Το θέμα είναι, όμως, ότι αυτή η αφύσικη επίδοση που είναι σχεδόν οκτώ φορές υψηλότερη από τον στόχο του 2016 ήρθε ως απότοκος όχι της οικονομικής ανάκαμψης, αλλά της σαρωτικής αύξησης των φόρων και των οφειλών στον ιδιωτικό τομέα που μετέφερε χρήματα από τις παραγωγικές τάξεις στο δημόσιο κορβανά.  Χρήματα που του χρόνου ή το 2018,  πιθανόν δεν θα υπάρχουν σε τέτοια «αφθονία» και ως εκ τούτου η ίδια συνταγή μπορεί να ναρκοθετήσει την ανάκαμψη και τα μελλοντικά πλεονάσματα, αντί να τα διασφαλίσει όπως ισχυρίζεται το επικοινωνιακό επιτελείου του Μαξίμου.

Από την άλλη αυτό δεν φαίνεται να ταράζει καθόλου την ευρωπαϊκή πλευρά των δανειστών η οποία  χειροκροτεί δημοσίως το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία όχι μόνο αντέχει να παράγει υψηλά πλεονάσματα στην κατάσταση που βρίσκεται, αλλά μπορεί να το κάνει πολύ πιο εύκολα από όσο εκτιμούσε κανείς. Το πλεόνασμα του 2016 είναι πρωτίστως ένα προεκλογικό δώρο της ελληνικής κυβέρνησης προς τον Β. Σόιμπλε καθώς ενισχύει το επιχείρημα του Βερολίνου ότι το «πρόγραμμα βγαίνει» χωρίς να απαιτούνται ιδιαίτερες παρεμβάσεις ελάφρυνσης του χρέους, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνει την επιχειρηματολογία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το οποίο ενώ εμφανίζεται να πέφτει έξω στους υπολογισμούς του, στην πραγματικότητα έχει τις μεθόδους να διακρίνει ότι η επιμονή στην παράλογη πολιτική των υψηλών πλεονασμάτων είναι αδιέξοδη γιατί οδηγεί σε «πέτσινες» επιδόσεις που θα χρειαστούν ακόμη περισσότερη λιτότητα για να επαναληφθούν.

Ως εκ τούτου γεννώνται εύλογα ερωτήματα. Μερικά από αυτά είναι γιατί η κυβέρνηση επέλεξε να στραγγαλίσει με τόσο βαριά δημοσιονομικά μέτρα την οικονομία ώστε να ξεπεράσει κατά πολύ τον στόχο του 3,5% δύο χρόνια νωρίτερα, αλλά και ποια πολιτική σκοπιμότητα μπορεί τελικά να εξυπηρετεί αυτή η υπεραπόδοση και με ποιο τρόπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον.

Προφανώς κάποιες απαντήσεις θα τις μάθουμε στη συνέχεια από την εξέλιξη των πραγμάτων.

Αλλά εν πρώτοις αυτό που μπορεί κανείς να υποθέσει με σχετική ασφάλεια είναι πως η κυβέρνηση είχε εξ αρχής στο μυαλό της να επιτύχει υπεραποδόσεις στα πλεονάσματα του 2016 και του 2017 προκειμένου να διοχετεύσει πόρους σε παροχές, ακόμη και αν χρειάζονταν να στραγγαλίσει το πιο παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας.

Το έκανε το 2016 με τα 650 εκατ. ευρώ που μοιράστηκαν εσπευσμένα και χωρίς κανένα κριτήριο στους συνταξιούχους και είναι βέβαιο ότι θα επιχειρήσει να το κάνει και μέχρι του χρόνου τον Απρίλιο, επενδύοντας στην εκτίμηση ότι ότι ο φετινός μνημονιακός στόχος για πλεόνασμα 1,75% θα ξεπεραστεί και θα μπορεί και πάλι να μοιράσει λεφτά ως κοινωνικό μέρισμα, όπως δικαιούται να κάνει.

Από το 2018 και μετά …έχει ο λαός.