Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Πως είναι δυνατόν μια χώρα που παρουσιάζει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4,2%του ΑΕΠ (δύο συνεχόμενες χρονιές) να χρωστάει 3,4 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις, να έχει σε repos 22,5 δισ. ευρώ και να διαμαρτύρεται ταυτόχρονα στους φορείς του δημοσίου γιατί δεν της δίνουν ακόμα 3 δισ. ευρώ που υπάρχουν στους κουμπαράδες τους για να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις;
Πως είναι δυνατόν την ίδια στιγμή τα ληξιπρόθεσμα χρέη των φορολογούμενων να διογκώνονται μήνα με τον μήνα και ουδείς να ασχολείται με τη φρικτή κατάσταση της διαβίωσης των νοικοκυριών;
Μπορεί ο πρωθυπουργός να μιλάει για επιστροφή στην κανονικότητα αλλά τα στοιχεία μαρτυρούν ακριβώς τα αντίθετα.
Από τον Ιανουάριο μέχρι και τα τέλη Μαρτίου οι φορολογούμενοι δεν κατάφεραν, σε «νεκρούς» φορολογικά μήνες να πληρώσουν 3,55 δισ. ευρώ. από 3,3 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2017 και 3,2 το 2016. Τα στοιχεία δείχνουν ότι με γεωμετρική πρόοδο οι οφειλές των φορολογούμενων αυξάνονται.
Εκτός δηλαδή από τις επιχειρήσεις που συνεργάζονται με το ελληνικό δημόσιο, καταστρέφονται και οι μισοί φορολογούμενοι (περίπου 4 εκατομμύρια χρωστούν στο δημόσιο) που χρωστούν στην εφορία συνολικά 101,6 δισ. ευρώ.
Και δυστυχώς η εφορία στοχεύει στους φτωχότερους των οφειλετών. Σε αυτούς που χρωστούν από 500 έως 3.000 ευρώ. Σε αυτούς απευθύνονται οι κατασχέσεις μισθών, συντάξεων και διάφορων άλλων περιουσιακών στοιχείων.
Τα στοιχεία αυτά δεν δείχνουν λοιπόν μία χώρα που τον Αύγουστο θα επιστρέψει στην κανονικότητα. Δείχνουν μία προβληματική χώρα, που οι πολίτες της τα επόμενα χρόνια θα πονέσουν ακόμα περισσότερο. Οι συνταξιούχοι θα χάσουν έως και 3 συντάξεις, οι μικροί φορολογούμενοι θα χάσουν έως δύο μισθούς ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα βάλουν βαθύτερα το χέρι στη τσέπη για να πληρώσουν τις μη ανταποδοτικές ασφαλιστικές εισφορές που είναι από τις υψηλότερες στην Ε.Ε.
Η εικόνα είναι σκληρή και αποτυπώνεται στις περισσότερες εκθέσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας: Υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις για τις οικογένειες που λαμβάνουν μέσο μισθό 900 ευρώ, σχεδόν ανύπαρκτη προνοιακή πολιτική και κακής ποιότητας εκπαίδευση χαρακτηρίζουν τη σημερινή Ελλάδα σύμφωνα τον ΟΟΣΑ. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα έχει τον τρίτο υψηλότερο ανώτατο συντελεστή, γεγονός που καταδεικνύει ότι και οι πολίτες με μεσαία και υψηλά εισοδήματα πληρώνουν τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερους φόρους (στοιχεία Eurostat).
Και δυστυχώς η κατάσταση χειροτερεύει το επόμενο έτος. Η απομείωση του διαθέσιμου εισοδήματος θα είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς λήγει η «περίοδος χάριτος» και οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις των επαγγελματιών θα υπολογίζονται στο 100% του φορολογητέου εισοδήματος, πριν από την αφαίρεση των εισφορών του προηγούμενου χρόνου. Η κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω, μετά το 2020, «εξαφανίζοντας» το εισόδημα και καθιστώντας ανούσια τη διατήρηση της ατομικής επιχείρησης και την εργασία, καθώς θα λήξουν και οι εκπτώσεις που προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου για τους επιστήμονες, με ασφάλιση άνω των πέντε ετών. Βέβαια και σήμερα οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνουν οι μηχανικοί, για παράδειγμα, φθάνουν έως και το 51,5% των εισοδημάτων τους. Αυτό που τους απομένει σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να στηρίξει όχι μόνο την καθημερινότητά τους αλλά και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις τους, όπως π.χ. την πληρωμή του στεγαστικού δανείου.