Του Κώστα Μήλα
Δεν είναι δυνατό από τη μία να θέλουμε ανάπτυξη, και από την άλλη να «ροκανίζουμε» τις δημόσιες επενδύσεις, το μοναδικό εργαλείο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην αδυναμία της Ελλάδας να προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις.
Κι όμως οι δημόσιες επενδύσεις υποφέρουν. Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων αιμορραγεί συστηματικά τα τελευταία χρόνια, και το πακέτο παροχών του προϋπολογισμού εξασφαλίσθηκε και πάλι σε βάρος τους.
Αυτές, μαζί με όσους πολίτες αντέχουν ακόμη να πληρώνουν τους φόρους τους, θα επιδοτήσουν και πάλι τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις ύψους 910 εκατ. ευρώ που προβλέπονται για το 2019. Θα πληρώσουν μάλιστα το βαρύτερο τίμημα καθώς ο προϋπολογισμός τους περικόπηκε κατά 550 εκατ. σε σύγκριση με την πρόβλεψη του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Σαν κίνηση δεν έχει τη παραμικρή οικονομική λογική. Δεν είμαστε από εκείνες τις χώρες που αποτελούν προτεραιότητα για τους διεθνείς επενδυτές, που το ιδιωτικό κεφάλαιο είναι σε θέση να υποκαθιστά το ρόλο του Δημοσίου, που οι ευκαιρίες είναι αμέτρητες, το επενδυτικό - πολιτικό ρίσκο, εξαιρετικά χαμηλά, άρα τον τόνο δίνουν τα ξένα κεφάλαια, και όχι το ΠΔΕ.
Κι όμως, από το 2016 έως και το 2019, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων «ροκανίζεται» συστηματικά, στο βωμό της δημιουργίας υπερπλεονασμάτων που κάθε Χριστούγεννα βαφτίζονται «κοινωνικό μέρισμα» για προφανείς ψηφοφθηρικούς σκοπούς. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο προϋπολογισμός του 2019, κάνει την εκτίμηση ότι φέτος θα έχουμε πλήρη εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, όταν όμως στο δεκάμηνο υπήρχε υστέρηση, ύψους 1,3 δισ. ευρώ.
Σκεφτείτε τώρα ότι την ίδια στιγμή που μειώνουμε τις δημόσιες επενδύσεις, δεν προσελκύουμε ούτε ιδιωτικές. Κατά τη Eurobank, οι καθαρές επενδύσεις παγίων στην Ελλάδα φέτος παρέμειναν αρνητικές για 7η συνεχόμενη χρονιά, και συγκριτικά με το 2011 μιλάμε για 68 δισ ευρώ λιγότερα.
Είναι φυσιολογικό επομένως η πρόβλεψη του προϋπολογισμού για ανάπτυξη 2,5% το 2019, που ξεπερνά κατά μισή ποσοστιαία μονάδα την εκτίμηση της ΕΕ, να αμφισβητείται.
Διότι μπορεί να μην περικόπηκαν οι συντάξεις, αλλά δεν αυξήθηκαν κιόλας. Δεν στέκει επομένως ο ισχυρισμός ότι λόγω διατήρησης των συντάξεων στα σημερινά επίπεδα, θα επέλθει τόσο μεγάλη τόνωση της κατανάλωσης, που θα επηρεάσει ανοδικά το ΑΕΠ.
Έπειτα είναι κοινό μυστικό ότι οι κρατικές υποδομές υπολειτουργούν. Το θέμα ανέδειξε πρόσφατα ο ΣΕΒ, επισημαίνοντας ότι τη διετία 2015-2016, οι δημόσιες επενδύσεις στην αστυνομία ανήλθαν σε μόλις 3 εκατ. ευρώ, ενώ δεν δαπανήθηκε ούτε 1 ευρώ για επενδύσεις στην πυροσβεστική (δεν περιλαμβάνεται η δασοπυρόσβεση), τα δικαστήρια και τις φυλακές. Δημόσιες επενδύσεις χρειάζονται επίσης τα Πανεπιστήμια και τα Νοσοκομεία, με την Ελλάδα να δαπανά σε υποδομές παιδείας (2,5% του ΑΕΠ έναντι 10,4% στην ΕΕ-28), και στην υγεία (1,4% έναντι 7,9% στην ΕΕ-28),
Τα στοιχεία της World Bank είναι αποκαλυπτικά. Οι δημόσιες επενδύσεις στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 1,46% το 2016 και κατά 1,07% το 2017, ενώ ο προϋπολογισμός του 2018 εκτιμά ότι αυτές μόλις και θα αυξηθούν κατά 0,2% το 2018 και κατά 0,6% το 2019. Σαν μέτρο σύγκρισης, αναφέρω ότι την προ κρίσης εποχή 1961-2007, οι δημόσιες επενδύσεις αυξάνονταν κατά μέσο όρο 3,95% ετησίως.
Στην δε Ευρωζώνη, οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 1,71% το 2016 και κατά 1,19% το 2017 σε αντίθεση με την συρρίκνωση που κατέγραψε η Ελλάδα.
Δεν θα ήθελα να αποκαλέσω αντιπαραγωγικές παρεμβάσεις τα πρόσφατα επιτεύγματα της κυβέρνησης, να γλιτώσει δηλαδή τις συντάξεις, και να προβεί σε ειδικές παρεμβάσεις όπως βοήθεια στο σπίτι, ειδική αγωγή, και επιδότηση στέγασης.
Αλλά μια οικονομία σαν την ελληνική, που αδυνατεί να αναπτυχθεί, λόγω κυρίως της έλλειψης αξιοπιστίας στην προσέλκυση διεθνών επενδυτών, θα έπρεπε λογικά να δίνει βαρύτητα σε ιδία μέσα (βλέπε δημόσιες επενδύσεις) προκειμένου να αρχίσει κάποια στιγμή να κινείται, έστω και ασθενικά, το (όποιο) ελατήριο της ανάπτυξης.