Ο Όλαφ Σολτς δεν πρέπει να αισθάνεται και πολύ τυχερός. Από την ώρα που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Γερμανίας στο τέλος του 2021, η κατάσταση για τη χώρα του δεν έχει εξελιχθεί καθόλου καλά.
Τη στιγμή που η Γερμανία έβγαινε από την περιπέτεια της πανδημίας και η βιομηχανία της προσπαθούσε να μπει και πάλι σε φυσιολογικούς ρυθμούς λειτουργίας, η κατάσταση άλλαξε άρδην: ο πόλεμος στην Ουκρανία και η μεγάλη αναταραχή που προκάλεσε στην παγκόσμια, και κυρίως στην ευρωπαϊκή, αγορά ενέργειας, η έξαρση του πληθωρισμού και η έναρξη της ανοδικής πορείας των επιτοκίων ανά τον κόσμο έφεραν τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Ευρωζώνης από τη θέση του οδηγού σε αυτήν του ουραγού.
Ταυτόχρονα ανέδειξαν κάποια σημαντικά λάθη στον σχεδιασμό της βιομηχανικής πολιτικής της χώρας από την πολιτική και επιχειρηματική ηγεσία. Για τις τεράστιες επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης του 2022 δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, αρκεί το γεγονός πως μεγάλος αριθμός γερμανικών βιομηχανιών αναγκάστηκε πέρυσι να μειώσει τα επίπεδα παραγωγής λόγω του ενεργειακού κόστους.
Η λανθασμένη εκτίμηση που είχε γίνει εδώ και χρόνια, σε πείσμα των σαφών αμερικανικών προειδοποιήσεων, πως η Γερμανία θα μπορούσε να βασίζεται εις το διηνεκές στις φθηνές εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία, κόστισε πολύ στη χώρα. Όπως μάλιστα φαίνεται, θα συνεχίσει να κοστίζει αφού δεν έχει βρεθεί ακόμα το υποκατάστατο της ρωσικής ενέργειας. Ο ίδιος ο καγκελάριος δήλωσε πριν δύο εβδομάδες πως η ενεργειακή κρίση είναι ξεκάθαρο πως δεν έχει τελειώσει, καθώς οι υψηλές (σε σχέση με τα επίπεδα πριν το 2021) τιμές του φυσικού αερίου εξακολουθούν να βαραίνουν την οικονομία της χώρας.
Το υψηλό κόστος της ενέργειας δεν είναι βέβαια το μοναδικό πρόβλημα των γερμανικών βιομηχανιών. Η πολύ στενή σχέση αρκετών από αυτές με την Κίνα, σχέση η οποία έχει δώσει τεράστιες αποδόσεις σε αυτές από τις αρχές του 21ου αιώνα μέχρι τώρα, δεν αποτελεί πλέον ασφαλή συνταγή επιτυχίας, για δύο βασικούς λόγους: ο ένας είναι η αυξανόμενη ένταση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, η οποία φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Γερμανία και ο άλλος είναι το γεγονός πως η κινεζική βιομηχανία έχει πλέον ενηλικιωθεί, έχει λιγότερη ανάγκη από τη γερμανική τεχνογνωσία και έχει τη διάθεση και τη δυνατότητα να ανταγωνιστεί τα ευρωπαϊκά και γερμανικά προϊόντα.
Το πρώτο πρόβλημα έχει «αναγκάσει» τους Γερμανούς να συμμετέχουν στην επιβολή περιορισμών στις εξαγωγές προς την Κίνα και γενικότερα τους έχει φέρει σε δύσκολη θέση απέναντι στους Κινέζους με τους οποίους έχουν πολλά κοινά επιχειρηματικά συμφέροντα. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ίσως ακόμα πιο σημαντικό αφού σημαίνει πως οι εμπορικές και οικονομικές σχέσεις Γερμανίας – Κίνας έχουν αρχίσει να αλλάζουν μορφή. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από αυτό της αυτοκινητοβιομηχανίας ίσως δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή.
Η στροφή προς τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, την οποία ίσως απερίσκεπτα προώθησε η ευρωπαϊκή ηγεσία, έχει αφαιρέσει από τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες το τεχνολογικό πλεονέκτημα που διατηρούσαν επί δεκαετίες. Έτσι από την μία μεριά χάνουν συνεχώς μερίδιο αγοράς στην Κίνα και αναγκάζονται πλέον να αγοράζουν μερίδια σε τοπικές επιχειρήσεις για να αποκτήσουν πρόσβαση στην τεχνολογία τους και από την άλλη βλέπουν τα κινεζικά αυτοκίνητα να ετοιμάζονται να κατακτήσουν την Ευρώπη.
Εκτός όμως από τα προβλήματα με την ενέργεια και την Κίνα, πολλές μεγάλες επιχειρήσεις έχουν κάνει σημαντικά στρατηγικά λάθη και βρίσκονται σε δύσκολη θέση αναζητώντας κατεύθυνση εδώ και καιρό.
Το παράδειγμα της Bayer (BAYN XETRA) η οποία κυριολεκτικά «πυροβόλησε τα πόδια της» με την εξαγορά της αμερικανικής Monsanto πριν μερικά χρόνια είναι πολύ διδακτικό, καθώς οι τεράστιες δικαστικές εκκρεμότητες που κληρονόμησε έχουν βυθίσει τη μετοχή της και έχουν αναγκάσει τη – νέα – διοίκηση να ψάχνει για τρόπο διαφυγής από τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει.
Μία από τις πιο ιστορικές βιομηχανίες της χώρας, η Thyssen Krupp (TKA XETRA), ακόμα δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από τα δικά της βάσανα και πασχίζει ακόμα να απαλλαγεί από τη ζημιογόνο (λόγω υψηλού κόστους παραγωγής) χαλυβουργική δραστηριότητα, παρά τις πολυετείς σχετικές προσπάθειες. Η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας, η Volkswagen (VOW3 XETRA), φαίνεται να έχει χάσει τον προσανατολισμό της από το 2015 και την αποκάλυψη του σκανδάλου Dieselgate, χαμένη ανάμεσα στο δυσλειτουργικό και ίσως παρωχημένο μοντέλο διοίκησης και την προσπάθειά της να κάνει ταυτόχρονα πολλά δύσκολα πράγματα.
Όσο για τη Siemens Energy (ENR XETRA), ένα από τα καμάρια της χώρας λόγω της δεσπόζουσας θέσης της στην αιολική βιομηχανία, αυτή αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια της κυβέρνησης λόγω σοβαρών προβλημάτων στην παραγωγική της διαδικασία.
Μέσα σε όλα αυτά έχουμε και την επίδραση της αύξησης των επιτοκίων, η οποία σύμφωνα με την Κλαούντια Μπουχ, αντιπρόεδρο της Bundesbank, δεν έχει περάσει ακόμα στο σύνολό της στην οικονομία. Μιλώντας πριν λίγες εβδομάδες, η Μπουχ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου και κάλεσε το γερμανικό χρηματοοικονομικό σύστημα να μην περάσει γρήγορα σε κατάσταση εφησυχασμού απλά και μόνο επειδή είναι πιθανόν να μην έχουμε σύντομα νέες αυξήσεις επιτοκίων.
Η κεντρική τράπεζα ανησυχεί ιδιαίτερα για τις συνέπειες των υψηλών επιτοκίων στον τομέα των εμπορικών ακινήτων, όπου η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης έχει ήδη προκαλέσει πτώση των τιμών, κάτι που αυξάνει σαφώς τον πιστωτικό κίνδυνο, είτε για τις τράπεζες είτε για τους ομολογιούχους που έχουν δανείσει τις επιχειρήσεις του κλάδου.
Δεν αποκλείεται να είχε υπόψη της την κατάρρευση της αυστριακής Signa Holding η οποία είχε εκτεταμένες δραστηριότητες και στη Γερμανία. Το πρόβλημα με τα υψηλά επιτόκια δεν περιορίζεται στον τομέα της ακίνητης περιουσίας αλλά επηρεάζει όλη την οικονομία, η οποία παρουσιάζει εδώ και πολλούς μήνες αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και συνεχώς φλερτάρει με την ύφεση. Το υψηλό κόστος χρήματος δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, καθώς στην ουσία καθυστερεί την επιστροφή σε οικονομική ανάπτυξη.
Αναφερθήκαμε αρχικά στην κακή τύχη του Όλαφ Σολτς, ο κυβερνητικός συνασπισμός του οποίου ηγείται υπέστη πριν σχεδόν έναν μήνα ένα ισχυρό σοκ με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που στην ουσία ανέτρεψε τον προϋπολογισμό της χώρας και πιθανότατα βάζει σε κίνδυνο πολλές επενδύσεις γερμανικών και διεθνών επιχειρήσεων που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό και στη βοήθεια του γερμανικού δημοσίου. Πέρα από την τρικυμία που προκάλεσε στον κυβερνητικό συνασπισμό, η τορπίλη που απειλεί αυτά τα επενδυτικά σχέδια μπορεί να καταφέρει διπλό πλήγμα στη γερμανική βιομηχανία αν δεν αφοπλιστεί γρήγορα.
Οι γερμανικές εταιρείες δεν θα διστάσουν να κάνουν απόβαση στην άλλη ακτή του Ατλαντικού όπου τους περιμένουν οι γενναιόδωρες ενισχύσεις των Αμερικανών και των Καναδών, ενώ οι διεθνείς (αμερικανικές, ιαπωνικές, ταϊβανέζικες κ.λ.π.) εταιρείες δεν έχουν κανέναν λόγο να αποκτήσουν παραγωγική βάση στη Γερμανία και να μοιραστούν την προηγμένη τεχνολογία και τεχνογνωσία τους αν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι τοπικές αρχές δεν μπορούν να εγγυηθούν την παροχή ισχυρών οικονομικών κινήτρων.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως δεδομένων των λανθασμένων αποφάσεων, πολιτικών και επιχειρηματικών, που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην προβληματική κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στη γερμανική οικονομία και βιομηχανία, δεν χρειάζεται να λυπηθούμε και πολύ για τις συνέπειές τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να ανησυχούμε.
Η ιστορία έχει δείξει πως όταν η Γερμανία δεν βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, η υπόλοιπη Ευρώπη υφίσταται κάποιες συνέπειες. Μπορεί αυτές οι συνέπειες να μην είναι τόσο οδυνηρές όσο ήταν σε παλαιότερες εποχές, λόγω της διεθνοποίησης της οικονομίας, αλλά σίγουρα είναι πάντα αισθητές, όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο.
Ανεξάρτητα λοιπόν από το ποιος ευθύνεται για την αρκετά δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται η γερμανική οικονομία, είμαστε υποχρεωμένοι να ευχόμαστε να βρεθούν γρήγορα οι απαντήσεις που απαιτούνται για να μην πέσει σε τέλμα η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Ακόμα και αν το κάνουμε με μισή καρδιά.