Του Γιώργου Φιντικάκη
Ταχύτερες και πιο ρηξικέλευθες αποφάσεις εξετάζονται στο μέτωπο της ΔΕΗ, προκειμένου να επιταχυνθεί η μετάβαση της επιχείρησης στη νέα εποχή, και να μειωθούν οι ζημιές από το λιγνίτη, που βαίνουν αυξανόμενες.
Τα προγράμματα εθελουσίας λέγεται ότι μπορεί να αφορούν γύρω στα 5.000 άτομα, δηλαδή το 30% σχεδόν ολόκληρου του ομίλου, και να ξεκινήσουν μέσα στο 2020.
Ταυτόχρονα, δουλεύεται ένα ακόμη πιο φιλόδοξο σενάριο για την απόσυρση της πλειοψηφίας των λιγνιτικών μονάδων ακόμη και σε ορίζοντα… τετραετίας, δηλαδή στο τέλος του 2023, αντί για το 2028, όπως έχει δεσμευθεί ο Πρωθυπουργός.
Το ενδεχόμενο αυτό προβλέπει την λειτουργία δύο μόνο λιγνιτικών μονάδων ως το 2028, του Αγ.Δημητρίου 5, και της υπό κατασκευή Πτολεμαΐδα 5.
Το σκεπτικό που κάνει την κυβέρνηση να εξετάζει αυτό το σενάριο σχετίζεται με τις ζημιές που “γράφει” κάθε χρόνο η ΔΕΗ από τις λιγνιτικές, οι οποίες πέρυσι έφτασαν στα 200 εκατ ευρώ, φέτος θα ανέλθουν στα 300 εκατ ευρώ, όπως και του χρόνου, με συνεχή αυξητική τάση.
Το ερώτημα βέβαια που καλείται να απαντήσει αυτή η άσκηση είναι κατά πόσο το σβήσιμο περί των 12 λιγνιτικών μονάδων μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, δεν θα θέσει σε κίνδυνο την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, που ούτως ή άλλως βρίσκεται στο επίκεντρο του εγχειρήματος, όπως επίσης αν ως τότε θα έχουν ενταχθεί σττο σύστημα νέες μονάδες φυσικού αερίου, που είναι και το μεταβατικό καύσιμο, μέχρι την πληρη απανθρακοποίηση.
Ερωτήματα υπάρχουν και ως προς την έκταση της εθελουσίας, καθώς η ανταπόκριση των εργαζομένων, θα κριθεί από τα μπόνους που θα τους προταθούν, και από τα κονδύλια που θα καταφέρει να εξασφαλίσει για το σκοπό αυτό η ΔΕΗ.
Εφόσον ο πήχης μπει σε τέτοια επίπεδα, φτάσει δηλαδή στο 1/3 του προσωπικού του ομίλου (τέλη 2018 απασχολούσε 16.747 άτομα), είναι σαφές ότι η εθελουσία θα απορροφήσει πολύ μεγάλα ποσά, τα οποία δεν έχει απαντηθεί κατά πόσο η ΔΕΗ τα διαθέτει.
Μοντέλο ΑΔΜΗΕ
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι για να πετύχει το εγχείρημα, θα πρέπει η κυβέρνηση να διαπραγματευτεί με τους προς αποχώρηση εργαζόμενους πολύ πιο γενναία κίνητρα από αυτά με τα οποία έφυγαν πέρυσι 220 άτομα, που πέραν της αποζημίωσης των 15.000 ευρώ, εισέπραξαν και μπόνους 5.000 ευρώ.
Ενα σενάριο που έχουν ρίξει στο τραπέζι οι συνδικαλιστές είναι να ισχύσει και στη ΔΕΗ, “μοντέλο ΑΔΜΗΕ”. Δηλαδή, τα μπόνους να κυμαίνονται σε τουλάχιστον 35.000 ευρώ, όσα εισέπραξαν το 2018 στον ΑΔΜΗΕ εκείνοι που αποχώρησαν, έχοντας θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δίκαιωμα.
Εφόσον εφαρμοσθεί κάτι τέτοιο, τότε μαζί με την δέσμευση ότι η επιχείρηση θα καλύψει τις ασφαλιστικές εισφορές όσων απέχουν έως και 5 χρόνια από την σύνταξη, αντιγράφοντας το μοντέλο ΟΤΕ, βγαίνει ένας λογαριασμός που κυμαίνεται στα 100.000 και άνω ανά εργαζόμενο.
Ενας τεχνίτης για παράδειγμα, με μέσο όρο ηλικίας 52 ετών, που απέχει 5 χρόνια από τη σύνταξη, εισπράττει τακτικές μεικτές αποδοχές 3.500 ευρώ, ενώ μαζί με τις εργοδοτικές εισφορές (30%), κοστίζει στην επιχείρηση 4.550 ευρώ. Αν σε αυτόν εφαρμοστεί “μοντέλο ΟΤΕ”, δηλαδή του καταβληθούν επί 60 μήνες οι εισφορές τόσο του εργοδότη (1.050 ευρώ), όσο και του εργαζόμενου (20% ή 700 ευρώ), βγαίνει ένα νούμερο 105.000 ευρώ. Συν ένα μπόνους αποχώρησης “αλά ΑΔΜΗΕ” (35.000 ευρώ), προκύπτει ένα “πακέτο” 140.000 ευρώ.
Είναι προφανές ότι το παραπάνω σενάριο, δεν μπορεί παρά να αφορά ένα περιορισμένο αριθμό προσωπικού, 55 ετών και άνω, δηλαδή όχι πάνω από μερικές εκατοντάδες άτομα, διαφορετικά μιλάμε για εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ που η ΔΕΗ δεν μπορεί να σηκώσει. Έτσι μόνο εξηγείται και η αναφορά Χατζηδάκη ότι το κόστος της εθελουσίας εξόδου, μπορεί να αποσβεστεί μέσα σε 2 με 3 χρόνια, από την μείωση της μισθολογικής δαπάνης που αυτό θα επιφέρει.
Συνολικά σήμερα στον όμιλο ΔΕΗ, υπολογίζεται ότι φτάνουν τους 4.000 οι εργαζόμενοι, που έχουν θεμελιώσει δικαίωμα αποχώρησης, είτε με μειωμένη, είτε με πλήρη σύνταξη.
Στη πλειοψηφία των 50άρηδων, θα προταθεί ένας συνδυασμός μπόνους και μετακίνησης σε άλλο φορέα του Δημοσίου ή εντός του ομίλου ΔΕΗ, εφόσον υπάρχουν ανάγκες.
Τι θα συμβεί αν δεν ανταποκριθούν
Και εδώ όμως το ερώτημα είναι τι είδους ανταπόκριση θα βρει μια τέτοια πρόταση. Ενας εργαζόμενος που μετακινείται από την ΔΕΗ στο Δημόσιο, εντάσσεται αυτόματα στο ενιαίο μισθολόγιο. Επειδή δεν τον συμφέρει, αλλά και επειδή υπάρχουν λιγοστές κενές θέσεις σε δημόσιους φορείς στη Δ.Μακεδονία, η ανταπόκριση μπορεί να είναι μικρή. Είναι επομένως υπαρκτό το σενάριο, να αναγκαστεί τελικά η ΔΕΗ να προχωρήσει σε απολύσεις. Τα πάντα θα κριθούν από το πόσο γενναία κίνητρα θα προταθούν, και τι ύψους ποσά μπορεί να διαθέσει η επιχείρηση.
Τα χρονοδιαγράμματα γίνονται ακόμη πιο πιεστικά, εφόσον αποφασιστεί να κλείσουν το 2023, αντί για το 2028, οι περισσότερες από τις λιγνιτικές μονάδες. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι οι εθελουσίες θα έρθουν ακόμη πιο κοντά, άρα η άσκηση θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη.
Οσο για το ερώτημα κατά πόσο το μαζικό κλείσιμο μονάδων εντός τεσσάρων ετών, θα διακυβεύσει την ενεργειακή ασφάλεια, είναι προφανές ότι το κενό θα καλυφθεί από ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου. Η νέα μεγάλη μονάδα 826 MW της Mytilineos εκτιμάται ότι θα έχει ολοκληρωθεί στα τέλη του 2021, προκειμένου να εισέλθει στο σύστημα αρχές 2022. Επειδή μόνο αυτή δεν θα αρκεί, η άσκηση απαιτεί έως τότε να έχει κατασκευάσει και άλλος ιδιώτης ή ακόμη και η ΔΕΗ, μονάδα φυσικού αερίου. Σε αυτό πάντα το σενάριο, τα παραπάνω θα έρθουν να “κουμπώσουν” με την λειτουργία της Πτολεμαϊδας 5 της ΔΕΗ, ισχύος 660 MW, και την διατήρηση εν ζωή της σε λειτουργία της μονάδας 5 του συγκροτήματος του Αγίου Δημητρίου, δυναμικότητας 375 MW.
Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω σηματοδοτούν μεγάλες ανατροπές τόσο εντός ΔΕΗ, όσο και εκτός, τόσο σε εργασιακό, όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο. Οι χρόνοι μάλιστα λειτουργούν πιεστικά. Η απολιγνιτοποίηση αποτελεί βασικό στοιχείο για την εκπόνηση του νέου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) για το 2030, που βρίσκεται υπό κατάρτιση, και θα πρέπει να έχει υποβληθεί στις Βρυξέλλες έως τα τέλη του 2019. Τα παραπάνω «κουμπώνουν» με την εκπόνηση σχεδίου μετάβασης στην επόμενη ημέρα, των λιγνιτικών περιοχών, δηλαδή της Δ. Μακεδονίας (το ΑΕΠ της εξαρτάται κατά 45% από την ΔΕΗ) και της Μεγαλόπολης, και το οποίο θα περιλαμβάνει φορολογικά και αναπτυξιακά κίνητρα για τις περιοχές. Το τελικό πλάνο πρέπει να είναι έτοιμο σε λιγότερο από ένα χρόνο, δηλαδή έως το καλοκαίρι του 2020.