Του Βασίλη Γεώργα
Στις μυλόπετρες της άτυπης συμφωνίας μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ συνθλίβεται το αφήγημα της κυβέρνησης για τερματισμό της λιτότητας και εμπροσθοβαρή ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μετά το 2018.
Οι δύο βασικοί παίκτες στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης έχουν μοιράσει τους ρόλους τους κατά τρόπο ώστε το Βερολίνο να διασφαλίσει ότι θα έχει πλήρως τον έλεγχο των αποφάσεων για το είδος και το χρόνο εφαρμογής των παρεμβάσεων στο ελληνικό χρέος σε συνάρτηση με τα πρωτογενή πλεονάσματα, και το ΔΝΤ ότι θα κρατά εκείνο τα κλειδιά για τον μηχανισμό ελέγχου των δημοσιονομικών στόχων στο ελληνικό πρόγραμμα.
Το modus vivendi που επετεύχθη μεταξύ των δύο «άσπονδων φίλων» εγγυάται ότι όλοι θα μείνουν ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα της επιτροπείας που θα ασκούν στην Ελλάδα για τη διαχείριση των δανεικών τους. Η Γερμανία θα μπορεί να ανοιγοκλείνει για τα επόμενα χρόνια τη στρόφιγγα της ελάφρυνσης χρέους ανάλογα με τις «αιρεσιμότητες» που θα τεθούν στην Ελλάδα, και το ΔΝΤ θα μπορεί να αποφασίζει πόσα, πότε και ποια δημοσιονομικά μέτρα (μεταξύ αφορολόγητου και συντάξεων) και «αντίμετρων» θα ενεργοποιούνται στη διετία 2019-2020 ώστε να επιτυγχάνεται με βεβαιότητα το πρωτογενές πλεονάσματα 3,5%.
Όλοι ευχαριστημένοι, πλην της κυβέρνησης Τσίπρα. Που ενώ έχει επενδύσει σε δύο κεντρικά αφηγήματα –την «αντιμετώπιση» του χρέους και την «ελεύθερη» αξιοποίηση των πλεονασμάτων- σκοπεύοντας να τα αξιοποιήσει στο σενάριο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, βλέπει να απομακρύνονται ως προεκλογικά εργαλεία από τον έλεγχό της.
Το νέο «αίτημα» που διατύπωσε χθες ο Αλέξης Τσίπρα από τη Σύνοδο του Νότου για την ρύθμιση του ελληνικού χρέους ακούστηκε σαν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Λίγο αργότερα στη βραδινή συνάντηση μεταξύ της γερμανίδας Καγκελαρίου Angela Merkel και της γενικής διευθύντριας Christine Lagarde δεν έγινε καμία νύξη για το θέμα του ελληνικού χρέους, παρότι ήταν ένα από τα βασικά σημεία συζήτησης στο περιθώριο της συνάντησης ενόψει της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον στις 21-23 Απριλίου.
Δεδομένης της πολιτικής πίεσης που προκαλούν οι εκλογές της Γερμανίας το Φθινόπωρο, η Ελλάδα δύσκολα θα «κερδίσει» στο Eurogroup της 22ας Μαϊου κάτι περισσότερο από μια έγγραφή δέσμευση των ευρωπαίων πιστωτών της ως εγγύηση προς το ΔΝΤ ότι έχουν κάθε καλή πρόθεση να ρυθμίσουν μελλοντικά το δημόσιο χρέος κατά τρόπο ώστε να μην απειλείται η βιώσιμη εξυπηρέτησή του.
Η εξειδίκευση των μέτρων ελάφρυνσης που έχουν ήδη περιγραφεί από πέρυσι (επιμήκυνση αποπληρωμής, χρήση των κερδών των κεντρικών τραπεζών, σταθεροποίηση επιτοκίων κλπ), βρίσκεται στα σκαριά από τον ESM, αλλά ενόψει των γερμανικών εκλογών δεν υπάρχει καμία πρόθεση να δοθούν αναλυτικά συγκεκριμένες ημερομηνίες εφαρμογής και εξαντλητική ποσοτικοποίηση των μέτρων.
Η γραμμή Schaeuble παραμένει σταθερή στη θέση ότι οποιαδήποτε περαιτέρω αναδιάρθρωση χρέους θα συζητηθεί μετά το καλοκαίρι του 2018 και με βάση την ανάλυση βιωσιμότητας που θα γίνει τότε από το ΔΝΤ, με τα δημοσιονομικά δεδομένα εκείνης της περιόδου.
Οι πρώτες κινήσεις που επείγει να γίνουν αφορούν κυρίως στα έτη μεταξύ 2021-2024 όταν λόγω της λήξης της δεκαετούς περιόδου χάριτος, οι τόκοι εκτοξεύονται πολύ πάνω από τα 10-15 δισ. ευρώ ετησίως (από 5-6 δισ. ευρώ σήμερα) και χρειάζεται να γίνουν παρεμβάσεις ώστε να απλωθούν σε βάθος χρόνου οι πληρωμές της συγκεκριμένης περιόδου. Θεωρητικά αυτές οι ενέργειες θα πρέπει να αρχίσουν να υλοποιούνται αμέσως μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου το 2018, ως διασφάλιση έναντι των αγορών ότι η Ελλάδα δεν θα βρεθεί αντιμέτωπη με κίνδυνο χρεοκοπίας στο μέλλον και συνεπώς τα ομόλογά της θα είναι «ασφαλή».
Οι αποφάσεις θα είναι σε πλήρη συνάρτηση με τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα παρουσιάζει η οικονομία και συνεπώς οι δανειστές θα απαιτήσουν να έχουν ήδη εφαρμοστεί οι πρώτες περικοπές που έχουν προγραμματιστεί για το 2019.
Η πρόταση για διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ για μια πενταετία μετά το 2018, σημαίνει ότι η ρύθμιση του χρέους θα είναι μικρότερη από αυτή που επιδιώκει σήμερα η Αθήνα.
Και αυτό γιατί όσο υψηλότερα και για μεγαλύτερη διάρκεια είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα, τόσο περιορίζεται το κόστος για τους δανειστές καθώς η εξυπηρέτηση των τόκων βαραίνει τις πλάτες των Ελλήνων φορολογούμενων.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φαίνεται πως αρκείται στη διαβεβαίωση των Ευρωπαίων ότι αφενός θα γίνει στο μέλλον η απαιτούμενη αναδιάρθρωση στα χρέη της Ελλάδας ώστε να διασφαλιστεί η αποπληρωμή των δανείων του, και αφετέρου ότι θα είναι εκείνο που θα ελέγχει τον μηχανισμό των δημοσιονομικών μέτρων (συντάξεις, αφορολόγητο, αντίμετρα) ώστε να διασφαλίζονται τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Το ΔΝΤ έχει ήδη εγκαταστήσει «επίτροπο» στην ΕΛΣΤΑΤ για να ελέγχει τα στοιχεία, και παράλληλα θα είναι αυτό που το καλοκαίρι του 2018 θα κρίνει αν η Ελλάδα θα επιτύχει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% στο τέλος του έτους. Εάν τα στοιχεία του δείχνουν εκτροχιασμό θα μπορεί με δική του εισήγηση να επιβάλει τη λήψη όλων των μέτρων (1% συντάξεις και 1% αφορολόγητο) από το 2019, ή αντίστοιχα να απορρίψει την ενεργοποίηση των αντίμετρων κλπ.
Τα μεγέθη είχαν υπολογιστεί το 2014, είναι τα τελευταία διαθέσιμα από τον ΟΔΔΗΧ και προέρχονται από ενημέρωση της Βουλής.