Τρεις είναι οι προκλήσεις του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, όπως ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας. Η πρώτη είναι η αντιμετώπιση του αποθέματος μη εξυπηρετουμένων δανείων που συνεχίζουν να έχουν οι τράπεζες στους ισολογισμούς τους. Η δεύτερη είναι η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, δεδομένης της υψηλής συμμετοχής αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Η τρίτη είναι η περιορισμένη οργανική κερδοφορία.
Στην εξαμηνιαία έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δόθηκε σήμερα το απόγευμα στη δημοσιότητα, καταγράφεται τόσο η πρόοδος που έχουν επιτύχει οι συστημικοί όμιλοι μέχρι τώρα, όσο και οι κίνδυνοι που χρήζουν της προσοχής των διοικήσεών τους.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η ισχυρή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα το 2021, σε συνδυασμό με τη διευκολυντική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική στο πλαίσιο της ανάσχεσης των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19, συνέβαλαν στην ενίσχυση των συνθηκών ρευστότητας.
Επιπλέον, ο διοικητής της ΤτΕ τονίζει πως συνεχίστηκαν επιτυχώς οι προσπάθειες από τις τράπεζες για την εξυγίανση του δανειακού τους χαρτοφυλακίου. «Τέθηκαν με αυτό το τρόπο οι βάσεις για να ανακτήσουν το διαμεσολαβητικό τους ρόλο στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας για την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας.
Ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας
Το 2021, η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα ανέκαμψε με ταχείς ρυθμούς, ενώ οι προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη παραμένουν εξαιρετικά ευοίωνες τόσο για το 2021 όσο και για το 2022.
Σημαντική συμβολή στη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη θα έχουν τόσο το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027 όσο και το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU), τα οποία αναμένεται να χρηματοδοτήσουν την υλοποίηση σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και επενδυτικών έργων.
Στο πλαίσιο αυτό, ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις που τον περιβάλλουν, προκειμένου να επιτελέσει τη διαμεσολαβητική του λειτουργία στην ομαλή και απρόσκοπτη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Η μεγάλη πρόκληση
Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), μαζί με το νέο κύμα αθετήσεων που δύναται να προκύψει μετά την οριστική απόσυρση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών από την πανδημία, παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα.
Οι μέχρι τώρα ενέργειες που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση των ΜΕΔ έχουν αναμφισβήτητα συμβάλει σε σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ.
Εντούτοις, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός (Ιούνιος 2021: 20,3%). Επιπρόσθετα, η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων και η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία, καθώς και οι επιπτώσεις που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή, αποτελούν μεσοπρόθεσμους κινδύνους.
Βελτίωση ρευστότητας
Οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα συνέχισαν να βελτιώνονται το 2021. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν αυξηθεί από το Μάρτιο του 2020 (μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2021) κατά 28,6 δισεκ. ευρώ, γεγονός που αντανακλάται στη σημαντική αύξηση της αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα σε περίπου 16% του ΑΕΠ, από 6% το 2019.
Ωστόσο, η χαμηλή οργανική κερδοφορία και η ανάγκη σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο επηρέασαν την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων, με αποτέλεσμα ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio) σε ενοποιημένη βάση να μειωθεί σε 12,5% τον Ιούνιο του 2021, από 15% τον Δεκέμβριο του 2020, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε 15% από 16,6%.
Η συνέχιση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και την ενεργό συμμετοχή του τραπεζικού τομέα.
Ως εκ τούτου, η χορήγηση πιστώσεων με επιμερισμό κινδύνου μέσω χαμηλότοκων δανείων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility - RRF) και παροχής εγγυήσεων από το Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας θα συμβάλλει σημαντικά στην επιτάχυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία και στην υλοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων, έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να μπει σε μια τροχιά υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Οι τράπεζες, ωστόσο, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αξιολογούν τη σχέση απόδοσης-κινδύνου και τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών σχεδίων που χρηματοδοτούν στο πλαίσιο της συνετής διαχείρισης των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται και αναλαμβάνουν. Συνολικά, η χρηματοδότηση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από την ύπαρξη αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.