Μία κρύο και μία ζέστη προκαλούν οι αναλύσεις μεγάλων ξένων οίκων για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών και τις εξελίξεις που έχουν ήδη προεξοφλήσει οι τρέχουσες τιμές, με αποτέλεσμα οι τραπεζικές μετοχές να παραμένουν σχεδόν 10% χαμηλότερα από τα υψηλά του περασμένου Νοεμβρίου (παρά τα χθεσινά κέρδη 3,6%), όταν στο ίδιο διάστημα ο Γενικός Δείκτης έχει καταγράψει άνοδο 2,5%.
Από το ναδίρ λόγω της έκθεσης της Goldman Sachs στην οποία γινόταν λόγος ακόμη και για κεφαλαιακό κενό 3,4 δισ. ευρώ έως το 2023, οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν μέσα σε λίγες ημέρες στο ζενίθ, με την JPMorgan να «βλέπει» άνοδο 46% και 41% για τις Alpha Bank και Τρ. Πειραιώς αντίστοιχα και 34% για τις ΕΤΕ και Eurobank.
Γιατί, λοιπόν, οι δύο αμερικανικοί επενδυτικοί οίκοι «συγκρούονται» και βλέπουν στην… κρυστάλλινή τους σφαίρα τόσο διαφορετικά το μέλλον των ελληνικών τραπεζών;
Η Goldman θεωρεί ότι ο κίνδυνος… υποεκτέλεσης του project Ηρακλής και συνολικά του σχεδίου μείωσης των «κόκκινων» δανείων έχει υποεκτιμηθεί, που σημαίνει ότι είναι πολύ μεγαλύτερος από τον κίνδυνο που ενσωματώνουν οι τρέχουσες τιμές. Η JPMorgan, από την πλευρά της, πιστεύει ότι βελτιώνεται σημαντικά η ορατότητα στο μέτωπο των NPEs εξαιτίας των κυβερνητικών πρωτοβουλιών που έχουν να κάνουν τόσο με τον Ηρακλή όσο και με το πτωχευτικό δίκαιο. Διαφωνούν επίσης για την Τρ. Πειραιώς με την JPMorgan να προχωρά σε διπλή αναβάθμιση σε «overweight» από «underweight» ενώ η Goldman υποβάθμισε τη σύσταση σε «sell».
Χαρακτηριστική της διαφωνίας είναι η μεγάλη διαφορά στις τιμές στόχους. Για την Τρ. Πειραιώς η JPMorgan δίνει τιμή-στόχο στα 4,20 ευρώ και η Goldman στα 1,85 ευρώ, για την Eurobank η πρώτη δίνει τιμή-στόχο στο 1 ευρώ και η δεύτερη στα 0,82 ευρώ, ενώ για την Εθνική η JPMorgan βλέπει την τιμή στα 3,80 ευρώ και η Goldman στα 2,60 ευρώ. Η διαφορά περιορίζεται σημαντικά για τη μετοχή της Alpha Bank (για την οποία και οι δύο δίνουν σύσταση buy) με την JPMorgan να δίνει τιμή-στόχο στα 2,5 ευρώ και την Goldman στα 2,13 ευρώ.
Η JPMorgan δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στο σχέδιο που προωθείται για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων μέσω της εφαρμογής του Ηρακλή αλλά και του νέου πτωχευτικού πλαισίου, τονίζοντας μάλιστα ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι η καλύτερη επενδυτική επιλογή μαζί με τις τουρκικές τράπεζες στην περιφέρεια CEEMA (Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Αφρική).
Η Goldman Sachs, από την πλευρά της, εκτιμά ότι έχει υποτιμηθεί ο κίνδυνος υποεκτέλεσης του σχεδίου μείωσης των NPEs και γι’ αυτό παραμένει επιφυλακτική για τον εγχώριο κλάδο. Σύμφωνα με την ανάλυσή της οι ελληνικές μετοχές διαπραγματεύονται σαν να έχουν ήδη επιτύχει τους στόχους μείωσης έως το 2021 που σημαίνει ότι ο κίνδυνος υποεκτέλεσης που προεξοφλούν οι επενδυτές είναι μηδενικός.
Σύμφωνα με την Goldman η Εθνική είναι η μοναδική τράπεζα για την οποία δεν εντοπίζεται κεφαλαιακό κενό με βάση τα στοιχεία α’ εξαμήνου 2019, ενώ η Eurobank είναι η τράπεζα με το χαμηλότερο ποσοστό NPEs στην Ελλάδα και αυτή που έχει προχωρήσει περισσότερο ως προς την υλοποίηση του σχεδίου μείωσης των «κόκκινων» δανείων.
Η Goldman ωστόσο εμφανίζεται έτοιμη να αλλάξει τη στάση της προς το καλύτερο αν σημειωθεί πρόοδος σε συγκεκριμένα πεδία. Το ένα είναι η αξιολόγηση του ελληνικού δημοσίου, καθώς όπως τονίζει ο οίκος, η ικανότητα της Ελλάδας να προσελκύσει ξένα επενδυτικά κεφάλαια θα βελτιωθούν σημαντικά αν κάποιος από τους τέσσερις μεγάλους οίκους αξιολόγησης αναβαθμίσει τη χώρα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα.
Αναμένει, επίσης, την εφαρμογή και πρόσθετων λύσεων για την αντιμετώπιση των NPEs, οι οποίες ωστόσο δεν θα οδηγούν σε dilution τους μετόχους. Λύσεις που θα επιταχύνουν την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, όπως η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για την αξιοποίηση του αναβαλλόμενου φόρου. Η μείωση των NPEs μπορεί να επιταχυνθεί χωρίς dilution και στην περίπτωση που υπάρξουν θετικές κεφαλαιακές εκπλήξεις, όπως η ανταλλαγή των κρατικών ομολόγων που είχε στην κατοχή της η ΕΤΕ, μία συναλλαγή που ενίσχυσε τα κεφάλαια της τράπεζας. Τέλος, η Goldman σημειώνει ότι θα αλλάξει στάση αν δει ότι η ελληνική οικονομία επιταχύνεται με ταχύτερους ρυθμούς, όπως συνέβη και στην Ισπανία αφού θα ενισχυθούν τόσο τα κέρδη των τραπεζών όσο και η αξία των ενέχυρων στα χαρτοφυλάκιά τους.