Καταγραφή των διαφορετικών θέσεων των χωρών-μελών ως προς τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να γίνει την Παρασκευή στην Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Την ίδια στιγμή το Βερολίνο εμφανίζεται αποφασισμένο να αυξήσει τη συνεισφορά του στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, μέσω του λεγόμενου Ταμείου Ανάκαμψης, έως και κατά 40%, με όρο ωστόσο να έχει τον πρώτο λόγο για το πως θα διανεμηθούν οι πόροι.
«Υπάρχει ακόμη αρκετός δρόμος μπροστά μας μέχρι να φθάσουμε σε μια συμφωνία και γι’ αυτό θα πρέπει να δουλέψουμε σκληρά τις επόμενες μέρες και εβδομάδες», προειδοποίησε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ με επιστολή του τους ηγέτες των κρατών μελών ενόψει της Συνόδου Κορυφής.
Από την πλευρά της, ανάλογη θέση εξέφρασε και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ η οποία ωστόσο εκτιμά ότι μια συμφωνία θα είναι εφικτή μέσα στον Ιούλιο. Εξάλλου, η Γερμανία αναλαμβάνει την εξάμηνη προεδρία της ΕΕ από την 1η Ιουλίου και φιλοδοξεί να «λήξει» το θέμα σε αυτό το διάστημα.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg, που επικαλείται αξιωματούχο της γερμανικής κυβέρνησης, η Μέρκελ επισήμανε, ότι και η Γερμανία θα επωφεληθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ που πρότεινε η Κομισιόν για τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης και την αντιμετώπιση των αποκλίσεων στην εσωτερική αγορά.
Η Καγκελάριος φέρεται επίσης να έχει διαμηνύσει στην πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ότι το Βερολίνο είναι έτοιμο να αυξήσει τη συνεισφορά του στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, μέσω του λεγόμενου Ταμείου Ανάκαμψης, έως και κατά 40%. Ως γνωστόν, Βερολίνο και Παρίσι έχουν προτείνει το Ταμείο αυτό να ενταχθεί στον επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ.
Το σχέδιο προβλέπει 500 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 250 υπό μορφή δανείων στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία. «Μια τέτοια βοήθεια - ειδικά με τη μορφή επιχορηγήσεων - θα προσέφερε την αναγκαία υποστήριξη στις πιο πληγείσες οικονομίες της περιοχής, όπως αυτές της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας, οι οποίες αναμένεται να υποστούν σημαντικό πλήγμα», σύμφωνα με το Bloomberg.
Ωστόσο, ακόμη και όταν όλα τα κράτη της ΕΕ συμφωνούν ότι η οικονομική ζημιά που θα αντιμετωπίσουν φέτος είναι άνευ προηγουμένου και ότι πρέπει να βοηθήσουν εκείνους που έχουν το μεγαλύτερο πλήγμα, εξακολουθούν να υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με το πώς είναι καλύτερο να το κάνουν.
Hδη διαρρέονται πληροφορίες ότι ο πρώτος συμβιβασμός θα αλλάξει την αναλογία και θα φέρει λιγότερες επιχορηγήσεις και περισσότερα δάνεια. Αυτή είναι η φόρμουλα που επιθυμούν κυβερνήσεις χωρών όπως η Αυστρία, η Δανία, η Ολλανδία και η Σουηδία οι οποίες αντιδρούν σε μια «αμοιβαιοποίηση των χρεών».
Οι εν λόγω χώρες προτιμούν τα ποσά να διατεθούν υπό μορφή δανείων και όχι επιχορηγήσεων και να μην καταλήξουν για την αντιμετώπιση άλλων προβλημάτων, όπως η απουσία επενδύσεων.
Τις θέσεις αυτές έχουν εκφράσει τόσο ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βαλντις Ντομπροβοσκις όσο και ο Μάνφρεντ Βεμπερ επικεφαλής των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Λαϊκου Κόμματος στο Ευρωκοινοβούλιο.
Επίσης υπάρχουν ενστάσεις αναφορικά με το ύψος του σχεδίου το οποίο προτείνεται να είναι 750 δισεκατομμύρια ευρώ με βάση τη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δείχνει το μέγεθος της επίπτωσης της κρίσης στον ιδιωτικό τομέα της ΕΕ.
«Όλοι έχουμε πληγεί απ’ αυτή την κρίση, που ασκεί σοβαρή πίεση σε όλους τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Πρέπει λοιπόν να έχουμε ένα ρεαλιστικό επίπεδο δαπανών», έγραψαν στους Financial Times οι ηγέτες των τεσσάρων αυτών χωρών, επισημαίνοντας ότι «το σημαντικότερο είναι τα χρήματα να χρησιμοποιηθούν προσεκτικά και μόνον εκεί που γνωρίζουμε ότι θα κάνουν τη διαφορά».
Διαβάστε ακόμα: