Ένας προϋπολογισμός που κοιτάζει αμφίπλευρα. Αφενός την υγεία της οικονομίας με το να μην δημιουργεί «τρύπες» με υπερβολικές παροχές και με το βλέμμα στη δημοσιονομική πειθαρχία, αφετέρου την κοινωνία που βασανίζεται από την ακρίβεια και τα πιο αδύναμα στρώματα.
Είναι υπό μια έννοια ο πιο κεϋνσιανός προϋπολογισμός που έχει κατατεθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Αυξάνει μετά από 14 χρόνια τους μισθούς στο Δημόσιο, αυξάνει τις συντάξεις 3%, αίρει το πάγωμα των τριετιών στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, ενώ μεγαλώνει το αφορολόγητο για οικογένειες με παιδιά και ανεβάζει 8% το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Κάποιοι θα πουν βέβαια ότι τα 123 ευρώ το μήνα (1.476 ευρώ το χρόνο) που θα πάρει ως αύξηση μεσοσταθμικά ένας δημόσιος υπάλληλος δεν λύνουν το πρόβλημα της ακρίβειας. Το θέμα δεν είναι τι του δίνει ο προϋπολογισμός, αλλά τι του έχει πάρει ως σήμερα ο πληθωρισμός.
Ακόμη και έτσι όμως προκύπτει μια στήριξη στο δοκιμαζόμενο εισόδημα εντός πάντα των δημοσιονομικών περιορισμών. Από εκεί και πέρα, αυξάνονται οι δαπάνες για τα νοσοκομεία (+481 εκατ.) και την Παιδεία (+255 εκατ.), με τα επιπλέον έσοδα από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, ενώ δίνεται βάρος στην ανακούφιση των πιο ασθενών ομάδων, προσπαθώντας να τις συγκρατήσει να μην κυλήσουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Σε αυτό συνωστίζεται το 17,5% του πληθυσμού, με εισοδήματα λίγο πάνω από 6.000 ευρώ το χρόνο, όπως διαβάζουμε στον ίδιο τον προϋπολογισμό.
Σε μια πολιτική σκηνή όπου η αντιπολίτευση δεν έχει ούτε πολιτική πρόταση, ούτε πρόσωπα για να την αρθρώσουν, μια κεντροδεξιά κυβέρνηση καταλαμβάνει με την πολιτική που ακολουθεί, ζωτικό χώρο από την κεντροαριστερά, η οποία επιδίδεται σε κορώνες. Για «συνέχεια της άδικης και αναποτελεσματικής πολιτικής» την κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ, για «προϋπολογισμό ακρίβειας, οριζόντιας φορολόγησης και ανεξέλεγκτου ιδιωτικού χρέους» μιλά ο ΣΥΡΙΖΑ, για «ματωμένα πλεονάσματα», κάνει λόγο το ΚΚΕ, δείχνοντας και οι τρεις μέσα από τις υπερβολές τους την απουσία πολιτικής πρότασης.
Και ασφαλώς έχει την σημασία του ότι η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις 7 χώρες της Ευρωζώνης που το προσχέδιο του Προϋπολογισμού τους ανταποκρίνεται πλήρως στις κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπως σωστά θύμισε χθες ο Κωστής Χατζηδάκης, όταν άλλες, πολύ μεγαλύτερες και ισχυρότερες οικονομίες, αποκλίνουν όλο και περισσότερο δημοσιονομικά.
Τα καλά νέα συμπληρώνει το πράσινο φως χθες από την Κομισιόν στο αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, ύψους 36 δισ. μέσω του οποίου, όπως και του ΕΣΠΑ, η κυβέρνηση προσδοκά σε μεγάλη αύξηση κατά 15,1% των επενδύσεων, προκειμένου να αποτελέσουν μαζί με τις εξαγωγές, τους μοχλούς για την ανάπτυξη της οικονομίας το 2024, που αναμένεται να πιάσει τα 234 δισ, επιστρέφοντας σε επίπεδα 2009.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα πάνε καλά. Τα χαμόγελα στην κυβέρνηση παγώνουν όταν βλέπει εδώ και ένα χρόνο στις δημοσκοπήσεις την ακρίβεια να αποτελεί το νούμερο ένα θέμα για την κοινωνία. Το επίδομα ακρίβειας των 352 εκατ ευρώ για 2,3 εκατομμύρια ευάλωτους που περιλαμβάνει ο προϋπολογισμός δεν εξαλείφει το πρόβλημα στο ράφι, όπου η σύγκριση τιμών είναι δύσκολη άσκηση. Ανταγωνισμός όμως χωρίς να ξέρεις τον φθηνότερο δεν υπάρχει. Συνεπώς, εδώ χρειάζεται δουλειά.
Το μεγάλο ερώτημα με τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης είναι πώς ο κρατικός μηχανισμός και η δημόσια διοίκηση συμπεριλαμβανομένων των περιφερειών οι οποίες έχουν κομβικό ρόλο στην απορρόφηση των πόρων θα ανταποκριθούν στην πρόκληση. Τα έργα στηρίζονται όλο και περισσότερο στις αντοχές των αρχών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, όπου οι αδυναμίες είναι γνωστές. Τα χρήματα πρέπει να έχουν απορροφηθεί ως το 2026. Ο χρόνος πιέζει.
Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής που αποτελεί βασικό στόχο του προϋπολογισμού και από την οποία εξαρτώνται οι επιδόσεις του, περνά φυσικά από την διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές, την υποχρεωτική καταχώρηση των τιμολογίων στο MyData και την απαγόρευση της χρήσης μετρητών στις αγοραπωλησίες ακινήτων, ωστόσο κορωνίδα είναι η φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών. Το μεγάλο στοίχημα δεν είναι αν θα πετύχει η κυβέρνηση τον στόχο να εισπράξει τουλάχιστον 600 εκατ. ευρώ, αλλά με τι πολιτικό κόστος θα το καταφέρει.
Τέλος, οι αγορές σίγουρα ικανοποιούνται βλέποντας μεγάλα πλεονάσματα, όπως ο στόχος για 2,1% του ΑΕΠ ή 5 δισ ευρώ. Υπάρχουν όμως και άλλοι τομείς, που αποτελούν ουσία για τις αγορές, όπως π.χ. το πολύ μεγάλο εργοδοτικό κόστος, που λειτουργεί αποτρεπτικά στην αγορά εργασίας, για την προσέλκυση καλά αμειβόμενων εργαζόμενων. Στο θέμα των φόρων ο προϋπολογισμός περιορίζεται στη μονιμοποίηση μειώσεων του ΦΠΑ, χωρίς περαιτέρω παρεμβάσεις στους φόρους που βαρύνουν την εργασία, η ελάφρυνση της οποίας αποτελούσε για την έκθεση Πισσαρίδη του 2020 τη νούμερο ένα προτεραιότητα. Ούτε βλέπουμε να γίνονται βήματα προς τη μείωση της φορολογίας ακινήτων.
Τελικά, είναι ένας προϋπολογισμός, που μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ανάπτυξη της οικονομίας, εφόσον γίνουν οι εξαγγελθείσες μεταρρυθμίσεις και αντιμετωπιστεί ο μεγάλος ασθενής, το κράτος, που οποίου η λειτουργία μας κοστίζει το χρόνο όσο περίπου το μισό ΑΕΠ. Αναντιστοιχία με την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα των υπηρεσιών του.
Τα όσα προσφέρει το ελληνικό κράτος μας κοστίζουν το χρόνο 108 δισ. ευρω. Το αναφέρει η ίδια η εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού.