Το χρηματιστήριο αντέδρασε οριακά στις συμπυκνωμένες ευχάριστες ειδήσεις από την ανάκτηση του «investment grade» από τη S&P Ratings και από τη συμφωνία για τη μετοχική συμμετοχή της UniCredit στην Alpha Bank. Η εκπλήρωση της βασικής επενδυτικής προσδοκίας από τη μια πλευρά και η ξαφνική αλλαγή του εγχώριου τραπεζικού χάρτη από την άλλη, δεν στάθηκαν ικανές για να αποσυμπιεστεί η προβληματισμένη, ανήσυχη και εν πολλοίς εγκλωβισμένη εδώ και μήνες, εγχώρια χρηματιστηριακή κοινότητα.
Και ενώ η αισιοδοξία δεν κατάφερε να επιστρέφει έστω και δειλά στο Χρηματιστήριο Αθηνών, το ευρύτερο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον παρουσιάζεται ακόμα πιο προβληματισμένο και προσεκτικό σχετικά με τις επόμενες κινήσεις του. Το επιχειρηματικό κλίμα είναι πιο επιβαρυμένο απ’ ό,τι ήταν το καλοκαίρι. Και την ίδια στιγμή η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχωρεί.
Όσον αφορά την επιχειρηματικότητα, υπάρχουν τρία βασικά ανησυχητικά χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι η αποκλιμάκωση των ρυθμών μεγέθυνσης των δραστηριοτήτων της, το δεύτερο είναι το υψηλό κόστος κεφαλαίων και χρηματοδοτήσεων και το τρίτο είναι το γεωπολιτικό περιβάλλον που βρίσκεται σε μια παρατεταμένη φάση διαρκούς κρίσης.
Όσον αφορά τη συμπεριφορά και το συναίσθημα των καταναλωτών, η αυτονόμηση και δυσαρμονία της εγχώριας καταναλωτικής συμπεριφοράς σε σύγκριση με το ευρύτερο ευρωπαϊκό τοπίο, φαίνεται να κλείνει την ψαλίδα της. Οι Ευρωπαίοι καταναλωτές ήταν και παραμένουν ιδιαίτερα ανήσυχοι μέσα στο 2023 και η εμπιστοσύνη τους είναι κλονισμένη. Αντίθετα, η εμπιστοσύνη και η αισιοδοξία των εγχώριων καταναλωτών παρέμενε μέχρι πρόσφατα σε υψηλά επίπεδα, τα οποία πλέον αδυνατεί να διατηρήσει, με αποτέλεσμα να καταγράφεται μια σύγκλιση με την απαισιοδοξία των υπολοίπων Ευρωπαίων καταναλωτών.
Και είναι λογικό τα νοικοκυριά να ανησυχούν. Η συνεχιζόμενη ακρίβεια στα τρόφιμα και στα υπόλοιπα ανελαστικά αγαθά σαν αποτέλεσμα της ανθεκτικότητας του πληθωρισμού, οι αμφιβολίες σχετικά με την πορεία του ενεργειακού κόστους καθώς η ανασφάλεια που ένοιωσαν από την πλημμελή αντιμετώπιση των θεομηνιών, συνθέτουν ένα καμβά ανησυχίας, μειωμένου αισθήματος εμπιστοσύνης και απαισιοδοξίας.
Μα δεν είναι η ελληνική οικονομία σε θετική τροχιά; Δεν κινείται με ρυθμούς υψηλότερους από τους μέσους ευρωπαϊκούς; Βεβαίως. Αλλά η ελληνική οικονομία δεν βρίσκεται μέσα σε μια αεροστεγή συσκευασία, απομονωμένη από το διεθνές περιβάλλον. Και το διεθνές περιβάλλον είναι επιβαρυμένο.
Η παρατεταμένη πίεση από τις πληθωριστικές τάσεις, ο ριζικός επανασχεδιασμός του ενεργειακού χάρτη, η εξάντληση των οικονομιών από τα υψηλά επιτόκια, η διαρκής πληγή της Ουκρανίας και η κλιμακούμενη ένταση στη Μέση Ανατολή, μόνο σημεία κανονικότητας δεν αποτελούν.
Παρ’ όλα αυτά, το σημερινό οικονομικό και πολιτικό σκηνικό της χώρας, αποτελεί μια ισχυρή βάση για το αύριο. Το κεφάλαιο της κρίσης χρέους έχει κλείσει και μάλιστα με τη σφραγίδα των οίκων αξιολόγησης και την επανάκτηση της «επενδυτικής βαθμίδας».
Οι επενδύσεις αυξάνονται, η ανεργία υποχωρεί και τα εισοδήματα ακολουθούν ανοδική τροχιά. Παγιωμένες στρεβλώσεις εξομαλύνονται και ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός βαθαίνει. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αυτά συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας και πρωτοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα ευρύτατης κοινωνικής συναίνεσης.
Ωστόσο, η απόσταση της ελληνικής οικονομίας, της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας, των επενδύσεων και των εισοδημάτων από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Μέσα από αυτήν την οπτική δεν αρκεί να πηγαίνουμε καλά. Αλλά πρέπει να πηγαίνουμε καλύτερα και τα ταχύτερα από τους άλλους, όχι μόνο για να τους φτάσουμε, αλλά και να τους ξεπεράσουμε, εκεί που παρουσιάζουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Σήμερα υπολειπόμαστε ακόμα και των χωρών που πέρασαν παρόμοια κρίση με εμάς, όπως είναι για παράδειγμα η Ιρλανδία και η Ισπανία. Που είναι χώρες με τις οποίες ανταγωνιζόμαστε στις ίδιες αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Εμείς κάναμε μεταρρυθμίσεις, κάναμε βελτιώσεις, κάναμε παρεμβάσεις. Αλλά δεν αλλάξαμε. Χάσαμε χρόνο. Βελτιώσαμε κάποιους δείκτες. Βελτιώσαμε το κλίμα. Αλλά πολύ φοβάμαι πως δεν ανταποκρινόμαστε στις απαιτήσεις των ημερών.
Δεν αλλάξαμε. Και δυστυχώς το 2032, όταν λήξει η περίοδος χάριτος για την αποπληρωμή του σημερινού Δημόσιου Χρέους των 400 δισ. ευρώ και τριπλασιαστεί η ετήσια αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων από τα σημερινά 5 δισ. ευρώ σε 15 δισ. ευρώ, απέχει μόλις 8 χρόνια.