Του Βασίλη Γεώργα
Μισογεμάτο επιχειρεί να παρουσιάσει η κυβέρνηση το ποτήρι της συμφωνίας του Eurogroup για την οικονομία χτίζοντας το νέο της αφήγημα σε τέσσερις ασταθείς πυλώνες με το βλέμμα στη διαχείριση των ενδοκυβερνητικών αντιδράσεων και την μετατόπιση της ατζέντας στην (ομιχλώδη) επόμενη μέρα.
Πριν ακόμη καλά – καλά επικυρωθεί η αξιολόγηση, εκταμιευτεί η δόση και ξεκινήσει η εφαρμογή των μέτρων που ψηφίστηκαν και θα πλήξουν σφόδρα κυρίως τα μικρά και μεσαία εισοδήματα, τα στελέχη πρώτης γραμμής καλλιεργούν κλίμα αισιοδοξίας με βασικό επιχείρημα ότι τελείωσαν οι κοπιώδεις διαπραγματεύσεις και ανοίγει πλέον ένας νέος κύκλος στην πορεία ανάκαμψης της οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό :
-υπόσχονται ότι δεν θα υπάρξουν άλλα φορολογικά βάρη στο μέλλον,
-παρουσιάζουν την απόφαση του Eurogroup ως κοινή παραδοχή των δανειστών ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και ότι η αναδιάρθρωσή του είναι θέμα λίγου χρόνου
-Αντιστρέφουν την πραγματικότητα του θεσμοθετημένου «κόφτη δαπανών» για τα ελλείμματα, με την εξαγγελία δημιουργίας Κοινωνικού Ταμείου Αλληλεγγύης μέσω του οποίου τα πλεονάσματα θα μετατρέπονται σε παροχές
-καλλιεργούν προσδοκίες για αλλαγή τοπίου με προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, γρήγορης επιστροφής της οικονομίας στην ανάπτυξη και άρσης των capital controls.
Θα μειωθούν οι φόροι: Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης για τους φόρους είναι πως αυτοί που ψηφίστηκαν ήταν οι τελευταίοι και από εδώ και πέρα θα μιλάμε μόνο για φορο-ελαφρύνσεις ή παροχές. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης υποστήριξε ότι με τα δύσκολα μέτρα που ελήφθησαν στο τελευταίο πολυνομοσχέδιο πιάνονται όλοι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα και η κυβέρνηση δεν θα χρειαστεί να θεσμοθετήσει επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα μέχρι το τέλος του προγράμματος το 2018. Ένα βήμα πιο μπροστά ο υπουργός Οικονομίας Γ. Σταθάκης διατείνεται ότι όχι μόνο έκλεισε οριστικά ο κύκλος των οικονομικών μέτρων αφού οι επόμενες αξιολογήσεις αφορούν μόνο διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (εργασιακά, αγορές προϊόντων κλπ) αλλά αν αποδειχθεί ότι η οικονομία πάει καλύτερα και τα έσοδα υπερκεράσουν τους στόχους, «προφανώς θα μειωθούν και φόροι».
Θα μειωθεί το χρέος: Για την αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας και μη ποσοτικοποιημένη συμφωνία που επετεύχθη στο Eurogroup για το χρέος, το κεντρικό επιχείρημα της κυβέρνησης είναι πως για πρώτη φορά οι θεσμοί αποδέχθηκαν σε επίσημο κείμενο ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και χάραξαν έναν οδικό χάρτη για την διευθέτησή του ώστε να διευκολυνθεί η εξυπηρέτησή του. Το βασικό ερώτημα, όμως, για το αν και πότε θα δρομολογηθούν συγκεκριμένα μέτρα δεν έχει απαντηθεί από καμία πλευρά. Σύμφωνα με τους υπουργός Ε. Τσακαλώτο και Γ. Χουλιαράκη η κρίσιμη απόφαση του Eurogroup είναι η δέσμευση ότι μεσομακροπρόθεσμα οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για την εξυπηρέτηση του χρέους θα είναι κάτω του 15% και μετά το 2038 όταν το χρέος εκτιμάται ότι θα έχει μειωθεί κάτω από το 100% του ΑΕΠ, θα διαμορφωθούν στο 20%. Η εφαρμογή των μέτρων διευθέτησης, υποστηρίζουν, θα είναι προκαθορισμένη για το βραχυπρόθεσμο και το μεσοπρόθεσμο σκέλος και «αυτόματη» σε ότι αφορά το μακροπρόθεσμο σκέλος, και δεν θα εξαρτάται από τις πολιτικές συνθήκες ή τις αποφάσεις υπουργών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Αυτό, κατά την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, αρκεί για να καθαρίσει το τοπίο ώστε οι πολίτες και οι επενδυτές να έχουν έναν καθαρό διάδρομο ώστε να γνωρίζουν τι περιμένουν τους επόμενους μήνες και χρόνια. Αν δεν προχωρήσει η συμφωνία για το χρέος, οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα ξεπεράσουν το 15 % στις αρχές του 2020, πριν το 2029 θα ξεπεράσουν το 20%, μέχρι το 2040 θα φτάσουν στο 30% και το 2060 θα έχουν υπερβεί το 60% του ΑΕΠ. Συγκριτικά σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε ο Γ. Χουλιαράκης, από το 2009 που ξεκίνησε η κρίση μέχρι το 2013, οι ακαθάριστες ανάγκες ήταν κάθε χρόνο πάνω από 25% του ΑΕΠ (27,4% το 2009, 26,8% το 2010, 29,9% το 2012 και 33% το 2013).
Θα γίνουν παροχές και όχι περικοπές: Από το νέο αφήγημα της κυβέρνησης απουσιάζει παντελώς ο κόφτης δαπανών που σχεδιάστηκε ώστε να βάζει στο στόχαστρο μισθούς και συντάξεις σε περίπτωση μη επίτευξης του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αντίθετα έχουν περίοπτη θέση ο «κόφτης χρέους» και το Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης μέσω του οποίου θα γίνονται οι παροχές των πιθανών υψηλότερων πλεονασμάτων. Σε αυτά ο Ευκλείδης Τσακαλώτος προσέθεσε χθες και το «Παράλληλο Πρόγραμμα» το οποίο η κυβέρνηση επιδιώκει να αναβιώσει ως προοπτική ανακούφισης των ευπαθών ομάδων υπό την πίεση που ασκείται στην κυβέρνηση μετά τις τελευταίες αποφάσεις για περικοπές συντάξεων και αυξήσεις φόρων. Η εκτίμηση ότι δεν θα ενεργοποιηθεί ο αυτόματος μηχανισμός δημοσιονομικής προσαρμογής εδράζεται σύμφωνα με τον Ε. Τσακαλώτο στην προσδοκία ότι, σε αντίθεση με τις έως τώρα ενδείξεις, οι οικονομικές επιδόσεις θα είναι καλύτερες από αυτές που προβλέπονται τόσο το 2016 όσο και το 2017-2018. Η κυβέρνηση επίσης υποστηρίζει πως τα 2019 (το επόμενο έτος δηλαδή από την εκπνοή του προγράμματος προσαρμογής) θα είναι η τελευταία χρονιά ύπαρξης του «κόφτη» ο οποίος τότε θα καταργηθεί και νομικά. Στην προσδοκία επίτευξης μεγαλύτερων πλεονασμάτων εδράζεται και η εξαγγελία για την λειτουργία του Ταμείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης μέσω του οποίου η κυβέρνηση σκοπεύει να δημιουργήσει μηχανισμό κοινωνικών παροχών και φοροελαφρύνσεων για το μέλλον διανέμοντας το 40% των ποσών που προκύπτουν από την υπέρβαση του στόχου των πλεονασμάτων κάθε χρονιάς. Παρότι το ταμείο βρίσκεται στο στάδιο της εξαγγελίας, οι δανειστές αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη τη λειτουργία του ζητώντας διασφαλίσεις ότι η κυβέρνηση δεν θα χρησιμοποιήσει τυχόν υπερβάλλοντα πλεονάσματα (π.χ αυτό το 2015) αν αυτά δεν αποδειχθούν διατηρήσιμα στο μέλλον, δηλαδή αν δεν επιτυγχάνονται με μόνιμα μέτρα.
Θα έρθει ανάπτυξη.
Η κυβέρνηση θεωρεί ότι εκπληρώνονται πλέον και οι τρεις προϋποθέσεις για να ανακοπεί η ύφεση που κινείται στο -1,3% σε σχέση με πέρυσι, και η οικονομία να επανέλθει σε τροχιά ανάκαμψης. Η πρώτη ήταν η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, η δεύτερη είναι η δημοσιονομική ένεση που θα γίνει με τη μορφή της αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών ύψος 4,9 δισ. ευρώ ως το τέλος του έτους προς τον ιδιωτικό τομέα και η τρίτη είναι η απομάκρυνση της αβεβαιότητας μέσω της συμφωνίας για το χρέος. Ο Γ. Χουλιαράκης λ.χ εκτιμά ότι αρκούν σε πρώτη φάση οι αποπληρωμές του δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα, η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών και το ξεκλείδωμα επενδύσεων από επιχειρήσεις που είχαν βάλει τα πλάνα τους στο συρτάρι για να πάρει μπροστά η οικονομία και να εξουδετερωθούν οι επιπτώσεις των υφεσιακών μέτρων στην οικονομία μέχρι το τέλος του έτους. Είναι μια εκτίμηση που πολλοί αμφισβητούν αλλά μένει να αποδειχθεί στο μέλλον, με τις προβλέψεις της κυβέρνησης να αναφέρονται σε αύξηση του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 7% μέχρι το 2018.