Για τους περισσότερους από εμάς, η πλήρης αποχώρηση των περισσότερων δυτικών εταιρειών από την Ρωσία ύστερα από την εισβολή της στην Ουκρανία είναι μία βεβαιότητα. Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Ένα χθεσινό άρθρο του Barron’s μας προσγείωσε στην πραγματικότητα.
Το άρθρο βασίστηκε στην έρευνα που έκαναν δύο καθηγητές Πανεπιστημίου, ο Simon Evenett, καθηγητής του ελβετικού Πανεπιστημίου του St. Gallen και ο Nicollo Pisani, καθηγητής στο IMD Business School. Η έρευνα των δύο καθηγητών παρουσιάστηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2022. Λεπτομερής περιγραφή της μεθόδου που ακολούθησαν μαζί με τα συνοπτικά συμπεράσματα της έρευνας περιλαμβάνονται σε ένα κείμενο 16 σελίδων. Ο τίτλος του κειμένου είναι αρκετά σαφής: «λιγότερο από το 9% των δυτικών εταιρειών έχουν αποεπενδύσει από την Ρωσία».
Ως δυτικές εταιρείες οι δύο καθηγητές εννοούν αυτές που έχουν την έδρα τους σε κάποια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της ομάδας G7 (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία). Ως αποεπένδυση εννοούν την πλήρη διακοπή κάθε μετοχικής σχέσης αυτών των εταιρειών με τις θυγατρικές τους στην Ρωσία μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου 2022.
Όπως εξηγούν οι δύο ερευνητές, για να βρουν όλες τις δυτικές εταιρείες με θυγατρικές στην Ρωσία χρησιμοποίησαν την βάση δεδομένων Orbis. Πρόκειται για μία βάση δεδομένων με στοιχεία εταιρειών από όλον τον κόσμο την οποία επιμελείται το Bureau van Dijk και θεωρείται μία από τις πληρέστερες που υπάρχουν, καθώς περιλαμβάνει στοιχεία από τουλάχιστον 400 εκατομμύρια διεθνείς επιχειρήσεις.
Χρησιμοποιώντας την Orbis, ο Evenett και ο Pisani βρήκαν 1.404 δυτικές εταιρείες με 2.405 θυγατρικές στην Ρωσία. Η διαφορά στον αριθμό οφείλεται στο γεγονός πως μερικές δυτικές εταιρείες έχουν (ή είχαν) πολλές θυγατρικές στην Ρωσία. Στις περιπτώσεις δυτικών εταιρειών με πάνω από μία θυγατρική εταιρεία στην Ρωσία, οι δύο ερευνητές θεώρησαν πως η διακοπή της μετοχικής σχέσης με τουλάχιστον μία από αυτές αρκεί για την καταχώριση της δυτικής εταιρείας στον κατάλογο αυτών που έχουν αποεπενδύσει από την Ρωσία.
Βασιζόμενοι σε επίσημες εταιρικές ανακοινώσεις και στις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις των 1.404 δυτικών εταιρειών, οι δύο ερευνητές βρήκαν πως μέχρι το τέλος του περασμένου Νοεμβρίου μόνο 120 είχαν αποεπενδύσει από την Ρωσία, δηλαδή ποσοστό 8,5%.
Οι θυγατρικές που «εγκατέλειψαν» αυτές οι 120 δυτικές εταιρείες αντιπροσώπευαν το 8,6% του ενεργητικού, το 10,4% του κύκλου εργασιών και το 15,3% του εργατικού δυναμικού του συνόλου των 2.405 θυγατρικών που υπήρχαν στην Ρωσία πριν την έναρξη του πολέμου. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως οι περισσότερες επιβεβαιωμένες έξοδοι δυτικών εταιρειών αφορούν εταιρείες από τις ΗΠΑ. Ενδιαφέρον επίσης έχει το γεγονός πως καταγράφηκε μία μεγαλύτερη τάση αποχώρησης για τις εταιρείες από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ιαπωνία με ρωσικές θυγατρικές που πετύχαιναν χαμηλή κερδοφορία.
Η έρευνα των Evenett και Pisani δεν είναι η μοναδική πάνω στο ίδιο θέμα. Το Πανεπιστήμιο του Yale έχει ασχοληθεί με το ζήτημα, όπως και το Πανεπιστήμιο του Κιέβου. Οι δύο ερευνητές σύγκριναν τα αποτελέσματα της δικής τους έρευνας με αυτά των συναδέλφων τους από το Κίεβο και βρήκαν πως τα συμπεράσματά τους δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές παρά το γεγονός πως δεν ακολουθήθηκε η ίδια μεθοδολογία.
Το βασικό συμπέρασμα είναι πως μέχρι τώρα ένα πολύ μικρό ποσοστό των δυτικών εταιρειών έχει αποχωρήσει πλήρως από την Ρωσία. Όπως επισημαίνουν οι δύο ερευνητές, η αποχώρηση μίας δυτικής εταιρείας από την Ρωσία με την αποεπένδυσή της από τις θυγατρικές της δεν είναι κάτι πολύ εύκολο. Κάποιες διστάζουν να το κάνουν, ειδικά στην περίπτωση που ο τομέας δραστηριοποίησής της είναι έξω από τις δυτικές κυρώσεις.
Ορισμένες δεν θέλουν να βλάψουν τους Ρώσους πελάτες τους θεωρώντας πως δεν ήταν αυτοί που αποφάσισαν την ρωσική εισβολή. Άλλες δεν θέλουν να εγκαταλείψουν μακροχρόνιες συνεργασίες με προμηθευτές και εργαζόμενους. Άλλες αποφασίζουν να μην φύγουν από την χώρα λόγω της φύσης των προϊόντων τους, όπως για παράδειγμα εταιρείες που παράγουν φάρμακα που είναι κρίσιμης σημασίας για βαριά ασθενείς.
Ακόμα όμως και όταν αποφασίσουν να φύγουν και το δηλώσουν δημοσίως, δεν είναι βέβαιο πως θα μπορέσουν να το κάνουν. Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα βρουν κάποιον αγοραστή πρόθυμο να πληρώσει ένα αξιόλογο τίμημα. Ακόμα και αν βρουν όμως κάποιον που δέχεται να καταβάλει αυτό το τίμημα, η διαδικασία πώλησης είναι πολύ πιθανόν να καθυστερήσει πολύ, ακόμα και να ματαιωθεί, λόγω εμποδίων που θα ορθώσουν οι ρωσικές αρχές.
Για τους παραπάνω λόγους, ο Evenett και ο Pisani εκτιμούν πως το ποσοστό των δυτικών επιχειρήσεων που αποεπενδύουν από την Ρωσία θα αρχίσει να αυξάνεται σταδιακά με την πάροδο του χρόνου. Αν αυτό το ποσοστό δεν αυξηθεί σημαντικά, αυτό θα σημαίνει πως τελικά οι δυτικές επιχειρήσεις δεν είναι και τόσο πρόθυμες να εγκαταλείψουν την Ρωσία ή πως ακόμα και αν το θέλουν δεν είναι καθόλου εύκολο να το κάνουν είτε γιατί δεν μπορούν να το πετύχουν με σχετικά συμφέροντες όρους είτε γιατί οι ρωσικές αρχές προσπαθούν να τις εμποδίσουν.
Διαβάζοντας την έρευνα των δύο καθηγητών συνειδητοποιούμε κάτι που έπρεπε ήδη να έχουμε καταλάβει. Η έξοδος μίας επιχείρησης από τις δραστηριότητές της σε μία ξένη χώρα, ακόμα και αν αυτή είναι ένας γεωπολιτικός εχθρός της δικής της εταιρικής πατρίδας, δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα.
Πέρα από τις δυσκολίες στις οποίες αναφέρθηκαν οι δύο ερευνητές, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι επιχειρήσεις έχουν να φροντίσουν και τα συμφέροντα των μετόχων και των εργαζομένων τους και δεν πρέπει να τις αδικούμε αν καθυστερούν προσπαθώντας να κάνουν το καλύτερο για αυτούς. Φανταζόμαστε όμως, καθώς η οποιαδήποτε πιθανότητα συνεννόησης μεταξύ των δυτικών χωρών και της Ρωσίας φαντάζει μακρινή, πως όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότερες εταιρείες θα το πάρουν απόφαση και θα επισπεύσουν την αναγκαστική τους έξοδο.