Του Γιώργου Φιντικάκη
Εικόνα από πρώτο χέρι για την πορεία των αποκρατικοποιήσεων και της διαχείρισης της κρατικής περιουσίας είχε το κουαρτέτο των δανειστών, καθώς συναντήθηκε σήμερα με την ηγεσία τόσο του υπερταμείου, όσο και του ΤΑΙΠΕΔ.
Σε μια συγκυρία όπου ούτως ή άλλως αρκετές ιδιωτικοποιήσεις στιγματίζονται από καθυστερήσεις, αστοχίες και αντιδράσεις, η σεναριολογία για πρόωρες εκλογές τις σπρώχνει όλο και πιο βαθιά μέσα στο 2019, με το στόχο για τα φετινά έσοδα 1,5 δισ. ευρώ, να τίθενται εν αμφιβόλω.
Σε αυτό το τοπίο, οι εκπρόσωποι των δανειστών γνωρίζουν ότι κάποιοι υπουργοί της κυβέρνησης βλέπουν τις καθυστερήσεις ως «δικαιολογία» για να μην τρέξουν αποκρατικοποιήσεις που ουδέποτε ήθελαν. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο υπ. Υποδομών- Μεταφορών, Χρ. Σπίρτζης που φαίνεται να αντιμετωπίζει ως «πολιτικό κέρδος» την προεκλογική αβεβαιότητα, γιατί ενδέχεται να παγώσει διαγωνισμούς, που ούτως ή άλλως ήθελε να αποφύγει, όπως η Εγνατία Οδός.
Σημειωτέον ότι στον κ. Σπίρτζη χρεώνεται ακόμη και από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, πως κάνει ό,τι μπορεί για να διατηρήσει τον έλεγχο τομέων που έχουν περάσει στο υπερ-Ταμείο, από τον ΟΑΣΑ, έως τα μικρά αεροδρόμια, με τελευταίο κρούσμα τη προσπάθεια του να αποκτήσει τον έλεγχο στο ταμείο, ύψους 188 εκατ. ευρώ, της Εγνατίας Οδού Α.Ε. για προεκλογικά έργα, εντελώς άσχετα με το αντικείμενό της.
Λεπτομέρειες σχετικά με το τι ειπώθηκε στις σημερινές συναντήσεις δεν έχει γίνει γνωστό, παρά μόνο ότι οι εκπρόσωποι των δανειστών, όπως ο Ντέκλαν Κοστέλο (Κομισιον) ζήτησαν να ενημερωθούν αναλυτικά για τη πορεία των αποκρατικοποιήσεων, και το εγχείρημα αναδιάρθρωσης των ΔΕΚΟ. Τα σχόλιά τους μαζί με τα πρώτα επίσημα σήματα των θεσμών αναμένεται να γνωστοποιηθούν τη Παρασκευή, καθώς όπως έχει κάνει γνωστό το ΔΝΤ, με την ολοκλήρωση των συζητήσεων στην Αθήνα, πρόκειται να εκδώσει ένα αναλυτικό κείμενο πρώτων παρατηρήσεων, ενώ ανακοίνωση αναμένεται και από την πλευρά της Κομισιόν.
Τότε θα μάθουμε κατά πόσο αποφάσισαν να εκφράσουν δημόσια τη δυσαρέσκειά τους για τη στάση συγκεκριμένων υπουργών ή θα συνεχίσουν να κάνουν ότι δεν βλέπουν πως κάποιοι, όπως ο υπ. Μεταφορών, ακολουθεί τη δική του προσωπική ατζέντα, πέρα από συμφωνημένες υποχρεώσεις. Έως σήμερα πάντως έχουν επιδείξει ανοχή απέναντι όχι μόνο στον ίδιο, αλλά συνολικά προς την κυβέρνηση Τσίπρα, στέλνοντας το μήνυμα ότι όλα βαίνουν καλώς, αφού πρέπει να υπερασπιστούν την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων που οι ίδιοι εφάρμοσαν, ωστόσο αυτό δεν έχει πείσει τις αγορές, όπως αποδεικνύει το 4% που έχει μπροστά το επιτόκιο του ελληνικού δεκαετούς.
Το οξύμωρο είναι πως η κυβέρνηση έχει τώρα, που ετοιμάζεται όπως όλα δείχνουν πυρετωδώς για την έκδοση του 5ετούς ομολόγου, περισσότερο ανάγκη από ποτέ, ένα «άριστα» στη μεταμνημονιακή αξιολόγηση. Έτσι μόνο θα πείσει τις δύσπιστες αγορές ότι αξίζει την εμπιστοσύνη τους. Για να συμβεί όμως αυτό, η απόφαση των δανειστών δεν πρέπει να συνοδεύεται από αστερίσκους, για παράδειγμα στις ιδιωτικοποιήσεις, ζήτημα που καίει τον Ευ. Τσακαλώτο ο οποίος και λέγεται ότι έχει στείλει τα σχετικά μηνύματα στους εμπλεκόμενους υπουργούς, όπως τον Γ. Σταθάκη (ΔΕΗ), Χρ. Σπίρτζη (Εγνατία, αεροδρόμια), κ.ο.κ.
Κάποιος συμβιβασμός επομένως θα βρεθεί, μαζί με κάποιες στρογγυλά διατυπωμένες αιχμές, αφού ούτε οι Βρυξέλλες αναμένεται να γίνουν ξαφνικά αυστηρές με την Ελλάδα, ούτε η Ελλάδα πρόκειται ξαφνικά να εκπληρώσει τις δράσεις για την ολοκλήρωση της β' αξιολόγησης.
Έτσι και οι δανειστές θα μπορούν να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα, και η κυβέρνηση θα μπορεί να χρησιμοποιήσει την 2η έκθεση ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας ως ένα «διαβατήριο» για την ανάκαμψη της οικονομίας, προκειμένου να κάνει την έξοδο στις αγορές, την οποία θα χρησιμοποιήσει ως προεκλογικό όπλο επιστροφής στην κανονικότητα.
Οι αγορές όμως δεν διαβάζουν τις εκθέσεις της Κομισιόν για να πάρουν τις αποφάσεις τους ή να ενημερωθούν για τη πρόοδο των αποκρατικοποιήσεων. Και επειδή από τον Αύγουστο έως σήμερα τίποτα στην ουσία δεν έχει αλλάξει, όχι μόνο στις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά γενικότερα στην οικονομία, υπάρχει ο κίνδυνος, η έκδοση ενός 5ετούς ομολόγου, λήξεως 2024 - παρ'' ότι λογική κίνηση, αφού έως τότε οι δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας είναι χαμηλές- να στηριχθεί και πάλι σε hedge funds όπως συνέβη και με την έκδοση του 7ετούς (Φεβρουάριος 2018), αντί για μακροπρόθεσμους επενδυτές, που είναι πλέον και το ζητούμενο.
Η όρεξη των επενδυτών για το ελληνικό χρέος δεν μπορεί να είναι τεράστια, όταν η Ελλάδα έχει βγει από το ραντάρ των επενδυτών το τελευταίο διάστημα.