Μπορεί οι Ευρωπαίοι να διαφημίζουν ότι από αυτή την εβδομάδα πέφτουν στο τραπέζι προτάσεις για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων, σε μία πολύ κρίσιμη συγκυρία που το κόστος δανεισμού εκτοξεύεται, όμως η Γερμανία επιμένει στη σκληρή στάση της και θέλει εξ αρχής να κόψει την όρεξη των χωρών που… ονειρεύονται πολύ πιο χαλαρό Δημοσιονομικό Σύμφωνο.
«Οι κανόνες δεν αλλάζουν, αλλά προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες», προμηνύει η Γερμανία, ενόψει των διαπραγματεύσεων για το νέο πλαίσιο που θα ισχύσει από το 2024, με τον υπουργό Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ να καλεί τα κράτη-μέλη να βάλουν τάξη στα οικονομικά τους, παρά τις διαδοχικές κρίσεις και την επερχόμενη ύφεση. Άρα, τι ακριβώς θα παρουσιάσει η Κομισιόν στο Κολέγιο των Επιτρόπων;
Οι προτάσεις της Κομισιόν θα αποτελέσουν το «ορεκτικό», ένα πρώτο επίπεδο συζήτησης για να φτάσουμε στο κυρίως πιάτο το 2023, όταν η Ευρώπη ελπίζει ότι θα έχει ξεκαθαρίσει και το οικονομικό τοπίο. Πληροφορίες του Liberal.gr αναφέρουν ότι στην προσπάθειά της να γεφυρώσει τις διαφορές μεταξύ του γερμανικού λόμπι και των χωρών με υψηλό χρέος, η Κομισιόν θα ρίξει στο τραπέζι τρία βασικά χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι γενικό και καθολικά αποδεκτό και αφορά στην απλοποίηση των κανόνων.
Το δεύτερο στοιχείο είναι κάτι που ζητούν εδώ και χρόνια οι χώρες με υψηλό ποσοστό χρέους και κυρίως οι χώρες της περιφέρειας. Πρόκειται για την «ιδιοκτησία» που θα έχουν οι εθνικές κυβερνήσεις στα προγράμματα που θα εφαρμόζονται για να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Στην ουσία, οι χώρες-μέλη ζητούν να υπάρχει αυστηρή εποπτεία αλλά να μην επιβάλλονται ληστρικά μνημόνια που θα αποφασίζουν οι ξένοι αλλά «εθνικά σχέδια» τα οποία θα έχουν την έγκριση της Κομισιόν, θα διασφαλίζουν τη δημοσιονομική πειθαρχία αλλά ταυτόχρονα θα λαμβάνουν υπόψη τις συνθήκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χώρας.
Η ευελιξία θα παίξει σε αυτό το σημείο σημαντικό ρόλο, όπως λ.χ. η εξαίρεση των δαπανών μιας χώρας που σχετίζονται με την ασφάλεια της Ευρώπης ή με απαραίτητες επενδύσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα.
Είναι ένα θέμα για το οποίο η ελληνική πλευρά έχει τοποθετηθεί επανειλημμένα και χθες ο Χρήστος Σταϊκούρας τόνισε, εισερχόμενος στο Eurogroup, ότι το δημοσιονομικό σύμφωνο θα πρέπει να διέπεται από ευελιξία ως προς τον οικονομικό κύκλο, από ρεαλισμό ως προς την επίτευξη των στόχων και από ιδιαίτερες πρόνοιες για συγκεκριμένες δαπάνες, με γνώμονα την ανάπτυξη.
Το τρίτο χαρακτηριστικό έρχεται στην ουσία να «απαντήσει» στο δεύτερο και αποτελεί την προϋπόθεση που έχει θέσει το Βερολίνο για να δώσει το πράσινο φως έτσι ώστε να προχωρήσει η γενικότερη διαδικασία αναθεώρησης των κανόνων. Είναι η αυστηρή εποπτεία και η εγκαθίδρυση ενός αποτελεσματικού συστήματος επιβολής ποινών στις χώρες που δεν συμμορφώνονται.
Η γερμανική πλευρά, μάλιστα, δεν κάνει λόγο για αναθεώρηση αλλά για επικαιροποίηση του πλαισίου, θέλοντας με κάθε τρόπο να στείλει μήνυμα ότι οι κανόνες δεν χαλαρώνουν αλλά προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες. Με τα σημερινά δεδομένα, λοιπόν, ο κανόνας για δημόσιο χρέος έως 60% του ΑΕΠ θα παραμείνει και ο κανόνας που θα αλλάξει είναι αυτός που προβλέπει ετήσια μείωση κατά 1/20 του υπερβάλλοντος χρέους.
Για κάθε χώρα θα διενεργείται ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους της και στη συνέχεια η κυβέρνηση της χώρας θα καλείται να παρουσιάσει τα μέτρα που θα βελτιώσουν τη δημοσιονομική της θέση.
Ουσιαστικά, θα εφαρμόζονται προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής όπως τα μνημόνια της περασμένης δεκαετίας αλλά μέσω μίας διαδικασίας που αφενός δεν θα επιτρέπει να ξεφύγουν πολύ τα πράγματα και να χρειάζονται πολυετείς θυσίες, όπως συνέβη με την Ελλάδα, και αφετέρου θα είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες κάθε χώρας.
Σε αυτό το σημείο είναι η ένταση της Γερμανίας, η οποία επιμένει ότι σήμερα οι Βρυξέλλες δεν μπορούν να επιβάλλουν τους κανόνες και βλέπουμε συνεχώς δημοσιονομικές παραβιάσεις, όπως συμβαίνει συχνά με την Ιταλία και τη Γαλλία.
Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε μία εποχή που τα χρέη έχουν αυξηθεί εξαιτίας των αναγκών στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης.
Ταυτόχρονα, και δεδομένων των πιο επιθετικών αυξήσεων επιτοκίων των τελευταίων δεκαετιών, το κόστος δανεισμού για τις ευρωπαϊκές χώρες έχει εκτιναχθεί, με την απόδοση του 10ετούς της Ελλάδας να διαμορφώνεται λίγο κάτω από το 5% και της Ιταλίας γύρω στο 4,5%, όταν πέρσι τέτοια εποχή η Ελλάδα δανειζόταν με 1,2% και η Ιταλία με 0,9%.