Αν οι εταιρείες στοιχηματισμού δέχονται στοιχήματα σχετικά με την αύξηση των επιτοκίων που θα ανακοινώσει αύριο το βράδυ (δική μας ώρα) η Κεντρική Αμερικανική Τράπεζα (Fed), θα δίνουν ελάχιστη απόδοση σε όσους προβλέπουν μία αύξηση της τάξης του 0,75%. Η εκτίμηση των επενδυτών είναι πως αυτή η αύξηση είναι σχεδόν σίγουρη. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται στο χρηματιστήριο του Σικάγου, όπου μέσω ενός ειδικού παράγωγου προϊόντος φαίνεται πως η αγορά εκτιμά πως υπάρχει 84% πιθανότητα για αύξηση αυτού του ύψους και μόλις 16% για αύξηση κατά 1%.
Με δεδομένο πως οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν αναπτύξει μία εξαιρετική ικανότητα να περνούν προς τις αγορές τα μηνύματά τους σχετικά με το ύψος των επικείμενων κάθε φορά μεταβολών στα επιτόκια αναφοράς, οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη θα αποτελέσει πολύ μεγάλη έκπληξη. Τα πράγματα όμως δεν τελειώνουν εκεί. Αυτό θα συνέβαινε αν υπήρχε η πεποίθηση πως η αυριανή αύξηση, η οποία θα ανεβάσει το βασικό ομοσπονδιακό επιτόκιο αναφοράς στην περιοχή του 3% με 3,25%, θα ήταν η τελευταία, ίσως η προτελευταία ή, για να το πούμε καλύτερα, αν οι επενδυτές ήταν σίγουροι για το πότε και σε ποιο ύψος θα σταματήσει η άνοδος των επιτοκίων.
Πριν μερικούς μήνες, υπήρχε μία γενική συμφωνία μέσα στις αγορές. Το μεγαλύτερο μέρος των αναλυτών, με αρκετές βέβαια εξαιρέσεις, πίστευε πως ο διοικητής Πάουελ και η ομάδα του θα ανεβάσουν τα επιτόκια μέχρι το ύψος του 3,5%, ίσως και λίγο παραπάνω, μέχρι το τέλος του 2022 και μετά θα σταματήσουν. Η συνέχεια αυτού του σεναρίου περιλάμβανε τη σταδιακή έναρξη ενός κύκλου μείωσης των επιτοκίων κάποια στιγμή προς τα μέσα του 2023.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει πλέον, για δύο λόγους: πρώτον γιατί οι μετρήσεις του πληθωρισμού έδειξαν πως πέρα από την άνοδο των τιμών λόγω των μεγάλων προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες και λόγω των πολύ αυξημένων τιμών των τροφίμων, των καυσίμων και των πρώτων υλών, σημαντικό μερίδιο στην έξαρση του πληθωρισμού παίζουν και δομικοί παράγοντες (ανισορροπία στην αγορά εργασίας, ακριβά ενοίκια, αυξήσεις τιμών σε τομείς παροχής υπηρεσιών) οι οποίοι δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν πολύ εύκολα. Και δεύτερον, γιατί ύστερα από συστηματική προσπάθεια ο Πάουελ και οι συνάδελφοί του, εντός και εκτός ΗΠΑ, έχουν πλέον πείσει τις αγορές πως το βασικό, ίσως το μόνο, μέλημά τους αυτή την στιγμή είναι η καταπολέμηση του πληθωρισμού ανεξάρτητα από τις συνέπειες που μπορεί να έχει στην οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση.
Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι νοιάζονται πραγματικά για το ύψος της αυριανής αύξησης. Προφανώς αν τα προγνωστικά διαψευσθούν και η αύξηση είναι της τάξης του 1%, ο αιφνιδιασμός της αγοράς μπορεί να φέρει και απότομες κινήσεις στις τιμές των μετοχών, των ομολόγων και των εμπορευμάτων. Το πραγματικό πρόβλημα της αγοράς δεν είναι όμως αυτό. Αυτή την στιγμή πρέπει να υπάρχουν ελάχιστοι επενδυτές και αναλυτές που να πιστεύουν πως τα επιτόκια θα ανεβούν μέχρι το 3,5% και θα σταματήσουν εκεί. Το εργαλείο του χρηματιστηρίου του Σικάγου στο οποίο αναφερθήκαμε στην αρχή δείχνει ως πιο πιθανό σενάριο την συνέχιση των αυξήσεων μέχρι την αρχή του 2023.
Για τον Νοέμβριο δίνουν 63% πιθανότητα για αύξηση κατά 0,75%, για τον Δεκέμβριο το πιθανότερο ενδεχόμενο φαίνεται να είναι αυτό μίας αύξησης κατά 0,50%, με την τελευταία αύξηση να εκτιμάται τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο και το εύρος των επιτοκίων αναφοράς να σταθεροποιείται κάποια στιγμή κοντά στο 4,5%. Από εκεί και μετά οι επενδυτές δεν περιμένουν κάποια περαιτέρω αύξηση, ενώ υποψίες σταδιακής και διστακτικής μείωσης των επιτοκίων εμφανίζονται στις εκτιμήσεις για τις κινήσεις της Fed από το καλοκαίρι του 2023 και μετά.
Παρά το γεγονός πως αυτού του τύπου τα χρηματιστηριακά εργαλεία πρόβλεψης δεν είναι βέβαιο πως στην πραγματικότητα προβλέπουν και πολλά πράγματα, είναι γεγονός πως απεικονίζουν σε σημαντικό βαθμό τις εκτιμήσεις των επενδυτών και της αγοράς. Αυτό φαίνεται και από την πορεία των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων, αλλά και από την πορεία των επιτοκίων καταθέσεων στις αμερικανικές τράπεζες.
Η απόδοση των ετήσιων εντόκων γραμματίων έχει ανέβει κοντά στο 4%, ενώ αυτή των ομολόγων δεκαετούς διαρκείας είναι αρκετά πιο χαμηλά κοντά στο 3,5%, πράγμα που απλά δείχνει πως οι επενδυτές περιμένουν την περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων αλλά κοιτώντας λίγο πιο μακριά, υποθέτουν πως δεν θα κρατήσει για πολύ μεγάλο διάστημα. Έτσι αποφεύγουν να ανεβάσουν πολύ τις αποδόσεις των ομολόγων μακράς διαρκείας.
Αναζητώντας λοιπόν την έκπληξη στις αυριανές ανακοινώσεις της Fed και του διοικητή Πάουελ, δεν θα τη βρούμε στο ύψος της αύξησης των επιτοκίων της αλλά στις κατευθυντήριες γραμμές που θα δώσουν προς τις αγορές και τους επενδυτές σχετικά με τις μελλοντικές τους κινήσεις. Πριν προχωρήσουμε πρέπει να επισημάνουμε πως δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα πως ο διοικητής Πάουελ θα δώσει οπωσδήποτε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές που να διαφέρουν από αυτά που γνωρίζουμε μέχρι τώρα. Δεν αποκλείεται να θελήσει να κρατήσει τα χαρτιά του κλειστά, ειδικά από την στιγμή που ξέρει πως οι αγορές περιμένουν με σιγουριά δύο με τρεις αυξήσεις επιτοκίων ακόμα.
Αν όμως αποφασίσουν να μιλήσουν λίγο πιο καθαρά για τη συνέχεια, το πιθανότερο είναι πως θα εμφανιστούν ακόμα πιο αποφασισμένοι να χτυπήσουν τον πληθωρισμό όσο δυνατά χρειάζεται, μετά τις σαφείς ενδείξεις που προέκυψαν από τη μέτρηση του δομικού πληθωρισμού του Αυγούστου ο οποίος ήταν πιο ισχυρός του αναμενομένου. Σε μία τέτοια περίπτωση, θα μπορούσαν να υπονοήσουν πως τα επιτόκια θα πρέπει να παραμείνουν σε υψηλά (σχετικά με ό,τι ξέραμε τα τελευταία χρόνια) επίπεδα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από αυτό που φαντάζονται οι αγορές. Αυτό θα το κάνουν αν πιστεύουν πως μία περαιτέρω άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων μακράς διαρκείας θα βοηθούσε στην αποθέρμανση της οικονομίας.
Αυτό συμβαδίζει με την εκτίμηση που κάνουν ορισμένοι αναλυτές, σύμφωνα με την οποία η Fed και ο διοικητής Πάουελ έχουν εγκαταλείψει τον στόχο της ομαλής προσγείωσης της οικονομίας θεωρώντας πως αυτό δεν μπορεί να γίνει δεδομένης της αντοχής του πληθωρισμού. Ο νέος στόχος, σύμφωνα με αυτή την εκτίμηση, είναι η σταδιακή μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας έτσι ώστε να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου η οικονομία θα αναπτύσσεται αναιμικά αλλά δεν θα βρίσκεται σε ύφεση. Θεωρητικά, η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας θα αδυνατίσει τον πληθωρισμό.
Αν λοιπόν υπάρχει περίπτωση να έχουμε εκπλήξεις αύριο το απόγευμα, αυτές είναι περισσότερο πιθανόν να είναι αρνητικές παρά θετικές για την αγορά και τους επενδυτές και θα έχουν σχέση με τις μελλοντικές κινήσεις της Fed. Είμαστε βέβαιοι πως οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας προτιμούν να βλέπουν τις αγορές μετοχών και ομολόγων να είναι επιφυλακτικές και χωρίς πολύ ενθουσιασμό, θεωρώντας πως έτσι βοηθούν στην προσπάθεια καταπολέμησης του πληθωρισμού. Από την άλλη όμως, πιστεύουμε πως θα ήθελαν να αποφύγουν και καταστάσεις πανικού. Αν πρέπει να αποτολμήσουμε μία πρόβλεψη, θα πούμε πως θα προσπαθήσουν να δείξουν πως η μάχη κατά του πληθωρισμού έχει πολύ δρόμο ακόμα αλλά θα κερδηθεί σίγουρα δεδομένης της αποφασιστικότητας της ίδιας και των υπόλοιπων κεντρικών τραπεζών. Θα προσπαθήσουν δηλαδή να υπενθυμίσουν πόσο σημαντικό είναι να νικηθεί ο πληθωρισμός χωρίς να τρομάξουν υπερβολικά τις αγορές και τους πολίτες.
Όμως, τα πραγματικά δύσκολα για την Fed βρίσκονται μπροστά της, καθώς η επόμενη προγραμματισμένη συνεδρίαση της επιτροπής που καθορίζει τα επιτόκια αναφοράς θα γίνει στις 2 Νοεμβρίου, μία εβδομάδα πριν τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ. Εδώ κρύβεται, κατά την άποψή μας, η μοναδική αιτία που θα μπορούσε να κάνει τις αυριανές ανακοινώσεις πιο «γερακίσιες» από όσο θα ήταν υπό άλλες συνθήκες.
Φανταζόμαστε πως η Fed δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να πρέπει να τρομάξει τον κόσμο μερικές μέρες πριν από τις εκλογές, οι οποίες θα γίνουν σε πολύ πολωμένο κλίμα, και να κατηγορηθεί πως μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Ίσως λοιπόν να προτιμήσει να είναι πολύ αυστηρή από τώρα για να αποφύγει να έρθει σε δύσκολη θέση στις αρχές του Νοεμβρίου. Η τελευταία μας υπόθεση πιθανώς να ακούγεται λίγο «τραβηγμένη από τα μαλλιά» και εδώ που τα λέμε, μάλλον είναι. Η αλήθεια όμως είναι πως έχουμε δει και πιο παράξενα πράγματα.