Κανονικά από σήμερα θα πρέπει να δούμε μειώσεις μέχρι και 18% των τιμών στο ράφι σε πάνω από 3.000 κωδικούς. Αυτές όμως οι μειώσεις θα είναι επί των αρχικών τιμών, δηλαδή επί των τιμών τιμοκαταλόγου των προμηθευτών, οι οποίες είναι πολύ υψηλότερες απ’ αυτές που έχουμε συνηθίσει να αγοράζουμε.
Το βασικό ερώτημα είναι σε τι βαθμό θα περάσουν οι μειώσεις και στις τελικές τιμές στο ράφι, δηλαδή σε αυτές που διαμορφώνονται μετά τις προσφορές των προμηθευτών. Εκεί που μετρά για την τσέπη του καταναλωτή, καθώς αν περιοριστούν οι εκπτώσεις και οι προωθητικές ενέργειες, η διαφορά στην πράξη μπορεί να είναι μικρή.
Εκτός και αν πολλές εταιρείες επιλέξουν, παρά τη μείωση των αρχικών τιμών, να διατηρήσουν ψηλά τις πλέον δημοφιλείς προσφορές για λόγους ανταγωνισμού.
Κρατήσουν τις προωθητικές ενέργειες «1+1» στους περισσότερους κωδικούς, φοβούμενες ότι διαφορετικά θα βγουν εκτός παιχνιδιού. Η λογική αυτό λέει.
Το στοίχημα εκεί θα παιχτεί. Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι μιλάμε για 13 κατηγορίες προϊόντων προσωπικής υγιεινής και καθαριστικών, όπως απορρυπαντικά ρούχων, πιάτων, χλωρίνες, σαμπουάν, αφρόλουτρα, οδοντόκρεμες, πάνες, σερβιέτες κ.λπ. Το υπουργείο Ανάπτυξης εκτιμά ότι μεσοσταθμικά θα δούμε μείωση 15% επί της αρχικής τιμής.
Τόση περίπου μείωση αναμένει και στο βρεφικό γάλα, ενώ ασαφές είναι το τι θα συμβεί στα νωπά προϊόντα (φρούτα, λαχανικά, κρέατα), όπου οι προμηθευτές υποχρεούνται να πωλούν σε «καθαρές» τιμές, με πιστωτικό τιμολόγιο κατά μέγιστο 3% για επιστροφές προϊόντων ή φύρας.
Ένα λοιπόν σενάριο είναι οι προμηθευτές για να μη χάσουν τους πελάτες που έχουν μάθει να κυνηγούν τις προσφορές, να τις κρατήσουν ψηλά. Καθώς επίσης, πολλές πολυεθνικές που είχαν μάθει να ανταγωνίζονται στη βάση πλασματικών εκπτώσεων, τώρα να τις περιορίσουν λίγο και να αρχίσουν να ανταγωνίζονται στις πραγματικές τιμές. Και όλο να δημιουργήσει ένα νέο πεδίο ανταγωνισμού. Τουλάχιστον αυτό είναι το επιθυμητό.
Και αν παρά τη μείωση των αρχικών τιμών, ο καταναλωτής δεν δει διαφορά στις τελικές τιμές; Αν οι πλασματικές εκπτώσεις συνεχιστούν; Αυτές που έχουν σκοπό να τον παραπλανούν και να τον κάνουν να αγοράζει κάτι που στην πραγματικότητα είναι ακριβό, αλλά του παρουσιάζεται ως φθηνό; Τι εμποδίζει ένα τέτοιο σενάριο;
Τίποτα, είναι η απάντηση. Σίγουρα όμως το δυσκολεύον οι χαμηλότερες τιμές τιμοκαταλόγου, έπειτα από την μετακύλιση σε αυτές της υποχρεωτικής μείωσης κατά 30% των εκπτώσεων που έκαναν οι προμηθευτές προς τα σουπερμάρκετ. Και αν κάποιες εταιρείες δεν συμμορφωθούν; Κανονικά, τις περιμένουν πρόστιμα.
Το προηγούμενο διάστημα, για να φαίνεται μια εταιρεία ελκυστική στα μάτια του καταναλωτή, αύξανε υπερβολικά τον αρχικό τιμοκατάλογο, πάνω στον οποίο ερχόταν μετά και έκανε μια δήθεν μεγάλη έκπτωση, εντελώς παραπλανητική.
Ο πελάτης αγόραζε ένα ακριβό στη πραγματικότητα προϊόν που του παρουσιάζονταν ως φθηνό. Οι υπερβολικά φουσκωμένες προσφορές υπήρχαν, ακριβώς επειδή υπήρχαν υπερβολικά φουσκωμένες αρχικές τιμές.
Ακόμη και σήμερα οι διαφημίσεις αναδεικνύουν περισσότερο το ύψος της έκπτωσης, παρά αυτές καθ’ εαυτές τις τιμές.
Τώρα που τα σούπερ μάρκετ φαίνεται ότι αρχίζουν να παραλαμβάνουν μειωμένους τιμοκαταλόγους, η λογική λέει ότι η πολυεθνική δεν θα μπορεί να κάνει πλασματικές προσφορές 50% και 60% με την ίδια ευκολία. Και επειδή δεν θα είναι εύκολο, ίσως οι τρελές εκπτώσεις να αρχίσουν σταδιακά να εκλείπουν.
Άνθρωποι της αγοράς φέρνουν το εξής παράδειγμα: Έστω ένα απορρυπαντικό σκόνη για πλυντήριο ρούχων που κοστίζει 20 ευρώ και με τη προσφορά τύπου «1+1», δηλαδή με έκπτωση 50%, έβγαινε στα 10 ευρώ. Τώρα, η τιμή τιμοκαταλόγου πέφτει στα 15 ευρώ και η εταιρεία έχει δύο επιλογές. Είτε, να συνεχίσει την ίδια τακτική, δηλαδή να ρίξει την τελική τιμή στα 7,5 ευρώ, επιλογή μάλλον ακραία, καθώς εκτιμάται ότι κινείται στα όρια του κόστους. Είτε, να μειώσει την έκπτωση κάτι που μεταφράζεται σε 9 ευρώ τελική τιμή και μάλλον είναι και το πιο πιθανό να συμβεί.
Η διαφορά με το πριν δεν είναι μεγάλη. Και κάνοντας μια πρώτη ανάγνωση των μέτρων, σίγουρα κερδισμένοι θα είναι όσοι αγοράζουν προϊόντα στην αρχική τους τιμή, χωρίς προσφορές.
Εκτός και αν όπως είπαμε, οι εταιρείες το σκεφτούν δύο και τρεις φορές και τώρα που ξεφουσκώνουν οι αρχικές τιμές, διατηρήσουν ψηλά τις εκπτώσεις, προσγειώνοντάς τις απλώς σε λίγο πιο λογικά επίπεδα. Εξάλλου η αιτία που αρκετές πολυεθνικές απέσυραν το προηγούμενο διάστημα τους αυξημένους τιμοκαταλόγους, ήταν ακριβώς για να συνεχίσουν να κάνουν προωθητικές ενέργειες.
Εκείνο που κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει είναι να λειτουργήσει η κρατική παρέμβαση στο ράφι, όπως εκείνη με τα του ρεύματος. Δηλαδή να ενισχύσει τον ανταγωνισμό και τα τμήματα μάρκετινγκ των πολυεθνικών να αρχίσουν να κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους για το ποιο θα καταφέρει να βγάλει τις πιο ελκυστικές προσφορές.
Γιατί ο καταναλωτής δεν θα σταματήσει να ψάχνει για το φθηνότερο προϊόν, να τιμωρεί όσους δεν εκτιμούν σωστά την κατάσταση και να επιβραβεύει εκείνους που θα επιχειρήσουν να κερδίσουν μερίδια, με ακόμη καλύτερες τιμές.
Τα μέτρα για την ακρίβεια στο ράφι τώρα θα δείξουν τι μπορούν να πετύχουν, το ίδιο και η κυβέρνηση ως προς το πόσο αποφασισμένη να αναμετρηθεί με την παρανομία.