Θα πετύχει η εξουδετέρωση της βόμβας των υψηλών πλεονασμάτων;

Θα πετύχει η εξουδετέρωση της βόμβας των υψηλών πλεονασμάτων;

Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου

H διακυβέρνηση ΣYΡΙΖΑ άφησε πίσω της δύο βαριές, δυσάρεστες κληρονομιές, καθαρά οικονομικού περιεχομένου. Η πρώτη είναι η καταστροφική μεθόδευση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών το 2015 και η επιβράδυνση των διαδικασιών εκκαθάρισης των τραπεζικών ισολογισμών από τα κόκκινα δάνεια. Η δεύτερη είναι η συμφωνία για τα υψηλά πλεονάσματα που δρα αποτρεπτικά, σε οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια.

Η κυβέρνηση ξεκίνησε ήδη την προσπάθειά της για την εξεύρεση λύσης στο τραπεζικό αδιέξοδο, τόσο στο εσωτερικό όσο και το εξωτερικό της χώρας, καθώς οποιαδήποτε λύση πρέπει να ξεπεράσει τον σκόπελο του χαρακτηρισμού της χρήσης της αναβαλλόμενης φορολογίας ως «κρατικής ενίσχυσης» από τους ευρωπαϊκούς κανόνες.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση προτάσσει το αίτημα για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2020. Για το 2019, φαίνεται ότι δεν υπάρχει πρόβλημα από την πραγματοποιηθείσα καταβολή του επιδόματος της λεγόμενης 13ης σύνταξης, από τη μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ στα τιμολόγια της ενέργειας, στα τρόφιμα και την εστίαση και από τη μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22%. Η κυβέρνηση είναι σίγουρη ότι δεν θα υπάρξει δημοσιονομικό κενό κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2019. Όμως, το 2020 τι θα γίνει; Πόσο θα επηρεάσουν τα μέτρα του 2019 και τα εξαγγελθέντα μέτρα για το 2020, τα δημοσιονομικά δεδομένα της οικονομίας;

Η μείωση του ΦΠΑ εκτιμάται ότι θα έχει κόστος 650 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τα 450 εκατ. ευρώ του 2019. Η αύξηση αυτή οφείλεται στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για το οποίο θα ισχύσουν οι νέοι, χαμηλότεροι συντελεστές. Αφού για το 2020 θα ισχύσουν από την 1.1.2020, ενώ για το 2019 θα έχουν ισχύσει για επτά μήνες μόνο.

Η δεύτερη φάση της μείωσης του ΕΝΦΙΑ, ώστε να ολοκληρωθεί η προεκλογική εξαγγελία για μείωσή του κατά 30% μέσα σε μια διετία, θα έχει για το 2020 ένα επιπλέον κόστος, της τάξης των 200 ευρώ. Όμως αν σκεφτούμε ότι αυτή η μείωση του 30% θα ολοκληρωνόταν αρχικά μέχρι το 2021, υπάρχει περίπτωση η δέσμευση αυτή να μην ολοκληρωθεί μέσα στο 2020.

Αφορολόγητο

Η κυβέρνηση φαίνεται να διαφωνεί με τον ESM στο θέμα της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. Έτσι, έχει αποφασίσει να μην προβεί σε μείωση του αφορολόγητου και αντιπροτείνει τη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης» μέσω της επέκτασης της ψηφιοποίησης των φορολογικών διαδικασιών. Έτσι, θεωρεί ότι με την υποχρεωτική ηλεκτρονική τιμολόγηση, με την τήρηση των ηλεκτρονικών λογιστικών βιβλίων και τον ηλεκτρονικό έλεγχο των επιχειρήσεων και της φορολογίας κεφαλαίου, θα υπάρξει ισχυρή ενίσχυση των φορολογικών εσόδων. Παραμένει, βέβαια, η διαφωνία της έννοιας της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, καθώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρούν αδιανόητο το πόσο άνισα είναι κατανεμημένη η φορολογική δαπάνη, διότι είναι ελάχιστοι εκείνοι που καταβάλλουν φόρους σε αυτή τη χώρα.

Εκτός από τη διατήρηση του αφορολόγητου, η θέσπιση του νέου, χαμηλότερου συντελεστή του 9% για μισθωτούς και συνταξιούχους θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του 2020 κατά 500 εκατ. ευρώ, διότι θα υπάρξει άμεση μείωση των παρακρατήσεων στην πηγή. Επιπλέον, η φοροαπαλλαγή που θα θεσπιστεί με βάση την οικογενειακή κατάσταση και τα παιδιά θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την απώλεια εσόδων.

H μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων στο 24% για την οικονομική χρήση του 2019 θα επιφέρει περαιτέρω μείωση στα έσοδα του Δημοσίου για το 2020, που σε συνδυασμό με τη μείωση της προκαταβολής σε απόλυτα μεγέθη και τη μείωση του φόρου των μερισμάτων στο μισό, από το 10% στο 5%, θα μπορούσε να δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερο κενό. Ομως η κυβέρνηση αισιοδοξεί ότι η μείωση της φορολογίας θα ενισχύει την επιχειρηματική δραστηριότητα και τα μεγέθη των εταιρειών, οπότε θα υπάρξει εξισορρόπηση από την αύξηση της φορολογητέας ύλης, έστω και με χαμηλότερους συντελεστές.

Εκτός από τη μείωση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει εξαγγείλει και τη σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και της εισφοράς αλληλεγγύης. Το συνολικό ποσό που εισπράττει το κράτος από το τέλος και την εισφορά είναι περίπου 1 δισ. ευρώ. Αν υποτεθεί ότι η μείωση θα γίνει σταδιακά, μέχρι την πλήρη κατάργηση αυτής της παράλογης φορολόγησης μέσα σε μια τετραετία, τότε θα υπάρχει μείωση των εσόδων του Δημοσίου κατά 250 εκατ. ευρώ ανά έτος.

Στο πλαίσιο της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και του χτυπήματος της ανεργίας, η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει και τη σταδιακή μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Αυτό είναι ένα μέτρο που θα ενισχύσει τόσο τους εργοδότες, όσο και τους εργαζομένους, αλλά θα μειώσει τα έσοδα του Δημοσίου από 250 έως 500 εκατ. ευρώ για το 2020. Και πάλι η κυβέρνηση εκτιμά ότι με την αύξηση των θέσεων εργασίας -μέσω των νέων προσλήψεων και της ενσωμάτωσης της μαύρης εργασίας στην πραγματική οικονομία- θα υπάρξει ισορροπία στο ισοζύγιο.

Η κυβέρνηση φαίνεται ότι θα συνεχίσει και για το 2020 την καταβολή του επιδόματος της 13ης σύνταξης, με κάποια αλλαγή των κριτηρίων διανομής του, βάσει εισοδηματικών και περιουσιακών δεδομένων, ώστε να ελέγχει καλύτερα το δημοσιονομικό κόστος.

Στην ερώτηση για την ανεύρεση των τρόπων που θα αντισταθμίσουν στον κίνδυνο δημοσιονομικής εκτροπής, η κυβέρνηση εμφανίζει ένα ρεαλιστικό φάσμα μέτρων, που μπορεί σε πρώτη φάση να φαίνονται απλά, όμως θα χρειαστεί σκληρή προσπάθεια για την επίτευξή τους. Αυτά τα μέτρα μπορούν να ονομαστούν «μέτρα εσωτερικού», διότι αφορούν εσωτερικές πολιτικές, ενώ η επιστροφή των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «μέτρο εξωτερικού», αφού θα πρέπει να συμφωνηθεί με τους μηχανισμούς των εταίρων και δανειστών μας.

Το πρώτο μέτρο είναι η επιβολή και τήρηση μιας αυστηρότερης δημοσιονομικής πειθαρχίας των δημοσίων αποτελεσμάτων, αφού τα αποτελέσματά τους επιβαρύνουν τα αποτελέσματα της γενικής κυβέρνησης.

Το δεύτερο μέτρο είναι η επαναξιολόγηση όλων των δημοσίων δαπανών και η υιοθέτηση και προώθηση σχεδίων και μεθόδων που θα ενισχύσουν τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, μέσω των ΣΔΙΤ.

Το τρίτο μέτρο είναι η ρεαλιστική απεικόνιση των δημοσίων δαπανών και η σαφέστερη οριοθέτησή τους, έτσι ώστε ο προϋπολογισμός τους να μην υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες και τα μεγέθη της εκτέλεσής τους. Και αυτό διότι έχει διαπιστωθεί ότι οι δημόσιες δαπάνες για το 2019 βρίσκονται κάτω από τον ετήσιο στόχο.

Τέλος, η κυβέρνηση θα επιδιώξει στον προϋπολογισμό του 2020 να ενσωματωθεί η αισιόδοξη πλευρά της αύξησης του ΑΕΠ. Η ενσωμάτωση του υψηλότερου ΑΕΠ αλλάζει όλους τους παρονομαστές των δεικτών της οικονομίας επί το θετικότερο, γεγονός που δίνει δυνατότητες επίτευξης των πλεονασμάτων που προβλέπονται, ως απόλυτο μέγεθος πλέον. Βέβαια, η επίσημη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης, ότι ο προϋπολογισμός του 2020 θα προβλέπει πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ, παραμένει σε ισχύ μέχρι νεωτέρας.

Κέρδη ομολόγων

Η ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την πρόταση για την ενσωμάτωση των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs, στον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος. Δηλαδή στην είσπραξη των κερδών του Ευρωσυστήματος από τα ομόλογα που διακρατεί στα χέρια της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσω του SMP (Securities Market Program) και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, μέσω του ANFA (Agreement on Net Financial Assets). Ουσιαστικά, η κυβέρνηση ζητεί οι επιστροφές των κερδών αυτών να χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη μέσω της χρηματοδότησης των φορολογικών ελαφρύνσεων. Μέχρι σήμερα οι επιστροφές αυτές πιστώνουν τον ειδικό λογαριασμό διαχείριση χρέους. Η ενσωμάτωση αυτή θα μπορούσε να κυμαίνεται από 1,2 δισ. ευρώ έως 1,8 δισ. ευρώ.

Η διαδικασία της εξουδετέρωσης της βόμβας των υψηλών πλεονασμάτων, που παρέδωσε η προηγούμενη κυβέρνηση Τσίπρα στον Κυριάκο Μητσοτάκη, έχει ξεκινήσει. Τα επιχειρήματα είναι απολύτως ρεαλιστικά και η στόχευση αρκετά ακριβής. Μένει να αποδειχθεί η βούληση των εταίρων και δανειστών, των οποίων οι αποφάσεις θα ληφθούν με κριτήρια οικονομικά και όχι πολιτικά, ειδικά μετά τη διάλυση του πολιτικού φλερτ της κυβέρνησης Τσίπρα με τους σοσιαλδημοκράτες που στελεχώνουν τους μηχανισμούς των θεσμών. Δυστυχώς, η πολιτική Τσίπρα άφησε πίσω της αναξιοπιστία, αμφισβήτηση και ταπεινωτική υποταγή στις σχέσεις της με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής, 9 Αυγούστου