Έχουν περάσει πάνω από 10 χρόνια κρίσης με επίκεντρο τις τράπεζες, τρεις γύροι ανακεφαλαιοποίησης, τρία χρόνια capital controls, σχεδόν τέσσερα χρόνια διαγραφών και πωλήσεων δανείων και ακόμη συζητάμε για το αν έχουν μέλλον οι ελληνικές τράπεζες, αν επαρκούν τα κεφάλαιά τους και αν υπάρχει κάποια αναίμακτη λύση στα προβλήματά τους. Συζητάμε επίσης αν οι τράπεζες θα διοχετεύσουν στις επιχειρήσεις την πολύτιμη ρευστότητα που χρειάζονται σε μία περίοδο που η αγορά ασφυκτιά.
Σε όλα αυτά «απαντάει» ο Γιάννης Στουρνάρας στη χθεσινή έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, λέγοντας ότι δεν χρειάζεται ούτε να βάλουν το χέρι στην τσέπη οι φορολογούμενοι, ούτε να υποστούν dilution οι υφιστάμενοι μέτοχοι, ούτε να γίνει χρήση κρατικών ενισχύσεων για τη μείωση των NPLs, ούτε να χάσουν τις δουλειές τους οι εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος παραθέτει ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία για την κατάσταση που βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες στην εποχή της πανδημίας. Στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά και άλλα που δεν ήταν κατ’ ανάγκη άγνωστα αλλά έχουν ιδιαίτερη σημασία όταν τα «χρησιμοποιεί» η ΤτΕ για να αναδείξει την ανάγκη εφαρμογής μιας λύσης τύπου bad bank.
Το πρώτο αφορά στον Ηρακλή. Ο Γιάννης Στουρνάρας έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι ο «Ηρακλής» είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν αρκεί για να λύσει το πρόβλημα. Στην έκθεση αναφέρεται ότι οι τιτλοποιήσεις δανείων και η χρήση των εγγυήσεων του ελληνικού δημοσίου θα οδηγήσουν σε μείωση τα «κόκκινα» δάνεια όμως το ποσοστό τους μετά το τέλος του Ηρακλή θα διαμορφώνεται σε 25%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 3,2%.
Σε αυτό το σημείο αρχίζουν τα δύσκολα. Για να κατέβει κι άλλο το ποσοστό των κόκκινων δανείων θα χρειαστούν περαιτέρω πρωτοβουλίες. Πρέπει να υλοποιηθεί ένας «Ηρακλής ΙΙ» και πόσο εφαρμόσιμη είναι η λύση της bad bank, η οποία συζητείται σχεδόν μία δεκαετία; Με βάση τους υπολογισμούς της ΤτΕ, η όλη διαδικασία μέσω του Ηρακλή θα «κοστίσει» στις τράπεζες 3 μονάδες στο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Όμως τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών είναι ήδη «χαμηλά και χαμηλής ποιότητας», όπως έλεγε προχθές η HSBC.
Η χθεσινή έκθεση δεν ήταν τυχαία αφιερωμένη στις τράπεζες και στη λύση της bad bank. Οι πληροφορίες θέλουν τον διοικητή της ΤτΕ να έχει προχωρήσει στις απαραίτητες επαφές στη Φρανκφούρτη, να έχει λάβει το πράσινο φως από τον Αντρέα Ενρία και να περιμένει από την κυβέρνηση την προώθησή της το προσεχές φθινόπωρο για να τεθεί σε λειτουργία στις αρχές του 2021.
Η ΤτΕ απαντάει σε όσους εκφράζουν αμφιβολίες για το εγχείρημα της bad bank λέγοντας ότι οι φορολογούμενοι δεν θα χρειαστεί να βάλουν το χέρι στην τσέπη, ότι δεν οδηγεί σε μέτρα εξυγίανσης των τραπεζών και ότι το σχέδιο προβλέπει τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών. Όμως το εντυπωσιακό στοιχείο που παρουσιάζει για πρώτη φορά είναι οι εκτιμήσεις των υπηρεσιών της, σύμφωνα με τις οποίες, στα επόμενα 4 τρίμηνα, χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%.
Κατά συνέπεια, στο μεγαλύτερο μέρος τους θα είναι κεφάλαια που δεν μπορούν να απορροφήσουν ζημιές. Στην πράξη αυτό συνεπάγεται ότι μεγάλο μέρος των εποπτικών κεφαλαίων θα εμφανίζεται ως μη καταβληθέν (με άγνωστο το χρονοδιάγραμμα καταβολής), ενώ τα δικαιώματα ψήφου θα είναι στη διάθεση μετόχων, το κεφάλαιο των οποίων θα έχει ουσιαστικά εξαϋλωθεί, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις αρχές εταιρικής διακυβέρνησης.
Και πότε θα μπορέσουν οι τράπεζες να χρηματοδοτήσουν όπως πρέπει την οικονομία; Όταν λυθούν όλα αυτά τα προβλήματα…
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Έκθεση, βάσει της πρότασης όχι μόνο δεν ανατρέπονται αλλά αντίθετα αξιοποιούνται οι υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών, καθώς και οι συμμετοχές τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των κόκκινων δανείων. Υπογραμμίζει επίσης ότι οι φορολογούμενοι δεν θα κληθούν να βάλουν ξανά το χέρι στην τσέπη στην περίπτωση που προκύψουν ζημιές από το υφιστάμενο απόθεμα προβληματικών δανείων.
Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αποκλείεται οποιαδήποτε διασύνδεση του προτεινόμενου σχήματος με ενδεχόμενα σενάρια εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης. Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι η πρόταση δεν αποσκοπεί απλώς σε κεφαλαιακή ελάφρυνση, αλλά σε εκτέλεση συναλλαγών σε όρους αγοράς, με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών.