Συνολικά κέρδη 290 εκατ. ευρώ, θα φέρει για τις 4 συστημικές ελληνικές τράπεζες ακόμα και μία μικρή αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 0,50% που θα οδηγήσει τα παρεμβατικά επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας στο μηδέν, από -0,50% που είναι τώρα. Ενώ μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων κατά μία ποσοστιαία μονάδα συνολικά στο 0,50% θα φέρει κέρδη 770 εκατ. ευρώ.
Τα παραπάνω στοιχεία, έχουν δώσει οι ίδιες οι 4 συστημικές τράπεζες και παρατίθενται παρακάτω και αναλυτικά ανά τράπεζα. Ωστόσο η άνοδος των επιτοκίων πλήττει τα ομόλογα που έχουν οι τράπεζες, οι οποίες μπορεί να χάσουν μικρό μέρος αυτών των κερδών, σύμφωνα με μεγάλη ανάλυση της Morgan Stanley την Παρασκευή. Ειδικότερα:
- Με άνοδο των επιτοκίων στο μηδέν η Alpha Bank ωφελείται κατά 68 εκατ. ευρώ, η Eurobank και η Εθνική κατά 80 εκατ. ευρώ εκάστη και η Πειραιώς κατά 70 εκατ. ευρώ.
- Με άνοδο των επιτοκίων στο 0,50% από μηδέν προκύπτει όφελος 183 εκατ. ευρώ για την Alpha bank, 230 εκατ. ευρώ για τη Eurobank, 200 εκατ. ευρώ για την ΕΤΕ και 160 εκατ. ευρώ για την Πειραιώς.
- Τέλος αν τα επιτόκια ανέβουν στο 1% η Alpha Bank έδωσε στοιχεία υπολογίζοντας όφελος 231 εκατ. ευρώ, ενώ από το 1% στο 1,50% το όφελος είναι 279 εκατ. ευρώ για την Alpha Bank και 300 εκατ. ευρώ για τη Eurobank.
Γιατί ευνοούνται οι τράπεζες
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley που δημοσιοποίησε προχθές μεγάλη ανάλυση για τις τρεις συστημικές (πλην Εθνικής Τράπεζας), οι ελληνικές τράπεζες «είναι προσανατολισμένες για να βγάλουν κέρδη από αύξηση επιτοκίων».
Πράγματι, όπως αναλύει ο διεθνής οίκος το μεγαλύτερο μέρος των δανείων των ελληνικών τραπεζών, είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο όπου το τρίμηνο euribor συνέχισε το ράλι και μάλιστα είναι μεν αρνητικό αλλά πλησίασε κι άλλο σε θετικό έδαφος φθάνοντας στο -0,087%.
Ταυτόχρονα, μεγάλο μέρος των καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών, είναι καταθέσεις σε τρεχούμενους λογαριασμούς, οι οποίοι δεν θα ευνοηθούν από την αύξηση των επιτοκίων.
Ειδικότερα η Morgan Stanley αναφέρει:
- Τα καθαρά έσοδα θα αυξηθούν από 26%-31% από την άνοδο των επιτοκίων, αν τα επιτόκια της ΕΚΤ φθάσουν στο 1,25% το 2023 όπως προβλέπουν οι οικονομολόγοι μας, από 0,50% με το οποίο κάνουμε την άσκηση σε αυτή την έκθεση.
- Το 85%-90% των δανείων των ελληνικών τραπεζών είναι δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ανάλογα με την τράπεζα από 62%-70% του συνόλου των δανείων (ανεξαρτήτως επιτοκίου κυμαινόμενου ή σταθερού) είναι επιχειρηματικά δάνεια.
- Τα καταναλωτικά δάνεια που ήδη επηρεάζονται είναι κατά μέσο όρο το 6% των δανείων και των τριών τραπεζών πλην ΕΤΕ
- Ποσοστό 24%-32% των δανείων ενυπόθηκα (στεγαστικά) δάνεια.
Όσον αφορά τις καταθέσεις τώρα, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της πρόσφατης έκθεσης της Morgan Stanley, ποσοστό 78%-82% των καταθέσεων των τριών τραπεζών, χαρακτηρίζονται «τρεχούμενοι λογαριασμοί» , οι οποίοι δεν επηρεάζονται από την αύξηση επιτοκίων. Το ποσοστό των προθεσμιακών λογαριασμών είναι από 18%-22%, σύμφωνα πάντα με τον ξένο οίκο.
Και μικρές απώλειες από την άνοδο των επιτοκίων, λόγω ομολόγων
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, υπάρχουν και απώλειες από την άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ. Δεν εστιάζει σε άνοδο των κόκκινων δανείων, αλλά σε απώλειες στο κόστος κεφαλαίων στο κόστος ρίσκου και στα εποπτικά κεφάλαια, καθώς οι τράπεζες έχουν ομόλογα από τη χώρα τους. Και τα ελληνικά ομόλογα υποχωρούν (αν και έχουν ανέβει τελευταία, έτσι ώστε οι αποδόσεις τους- επιτόκια να είναι τώρα 110 μονάδες φθηνότερες από τα μέσα Ιουνίου).
Ωστόσο, αναφέρει, ότι η μακροοικονομική ανάπτυξη έφερε με πιστωτική επέκταση αύξηση νέων υγιών δανείων (εξυπηρετούμενων) κατά 5% στο πρώτο τρίμηνο φέτος έναντι του πρώτου τριμήνου πέρυσι.
Οι πιέσεις στα ελληνικά ομόλογα είναι η αιτία που ο ξένος οίκος ανεβάζει το κόστος του ρίσκου (CoR) για το 2023 στις 90 μονάδες βάσης (0,90%) από 75 μονάδες προηγουμένως. Επίσης, ανεβάζει το κόστος του ρίσκου για το 2024 στις 85 μονάδες βάσης από 70 μονάδες πριν.
Η ΕΚΤ θα συνεχίζει να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα λέει ο οίκος, αλλά, ο δεσμός εγχώριων ομολόγων και τραπεζών θα εξακολουθήσει να επηρεάζει τις τράπεζες. Το άνοιγμα των spreads μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ομολόγων, λέει, θα αυξήσει το κόστος χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών και θα περάσει στα δάνεια, επηρεάζοντας τους δανειζόμενους.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του οίκου το κόστος υπολογίζεται ως εξής: Κάθε άνοδος μίας ποσοστιαίας μονάδας στις αποδόσεις (επιτόκια) των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, ισοδυναμεί με κόστος 0,05%-0,06% στο κεφάλαιο των Alpha Bank και Πειραιώς (με την εξαίρεση της εξασφάλισης με αντισταθμίσεις από παράγωγα).
Ωστόσο, εντοπίζει ότι μερικές τράπεζες, όπως η Alpha Bank μετακίνησαν πρόσφατα σε χαρτοφυλάκια σταθερών τοποθετήσεων ελληνικά ομόλογα μέχρι τη λήξη τους, για να απαλλαγούν από τις διακυμάνσεις, ενώ η Eurobank έχει τονίσει ότι με κερδοφόρα αντιστάθμιση (hedging) αναμένει να ξεπεράσει τις ζημιές από την καθημερινή τιμολόγηση ομολόγων με τη μέθοδο mark to market, όπως έχει ήδη κάνει στο πρώτο τρίμηνο φέτος.
Τι ελληνικά ομόλογα έχουν τώρα οι τράπεζες
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley οι τράπεζες είχαν στο πρώτο τρίμηνο ελληνικά ομόλογα που αντιστοιχούν:
- Στο 9,7% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων της Πειραιώς, αξίας 7,7 δισ. ευρώ.
- Στο 7,1% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων της Alpha Bank, αξίας 5,2 δισ. ευρώ\
- Στο 7% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων της Eurobank, αξίας 5,4 δισ. ευρώ.
Ως εκ τούτου τα ελληνικά ομόλογα αποτελούν πολύ μεγάλο μέρος των εποπτικών κεφαλαίων CET1 των ελληνικών τραπεζών και μάλιστα υπερβαίνουν από λίγο έως αρκετά, το δείκτη CET1.