Η απόφαση του υπουργού Ανάπτυξης κ. Κώστα Σκρέκα να επιβάλει πλαφόν στο εμπορικό κέρδος του βρεφικού γάλακτος, αν και αποτελεί μια σωστή σκέψη στο πλαίσιο του εξορθολογισμού της τιμής ενός βασικού προϊόντος διατροφής, εν τούτοις δημιουργεί μια σύγχυση, μεταξύ της επιβολής πλαφόν στην τελική λιανική τιμή του προϊόντος και αυτής του περιορισμού του περιθωρίου κέρδους.
Θα πρέπει, κατ΄αρχάς να επισημανθεί ότι το πλαφόν, δηλαδή το ανώτατο όριο, δεν επιβάλλεται στην τελική τιμή του προϊόντος, όπως γινόταν παλαιότερα, πριν την απελευθέρωση της αγοράς, με αγορανομικές διατάξεις, αλλά θα επιβάλλεται στο εμπορικό κέρδος του λιανεμπορίου, το οποίο σύμφωνα με τη σχετική εξαγγελία δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το 7% επί του τιμολογίου αγοράς του προϊόντος από τον προμηθευτή.
Συνεπώς, η επαλήθευση της τελικής τιμή του προϊόντος, ανά μονάδα βάρους, αποτελεί άλλη μια εξίσωση για …δυνατούς λύτες, που αναμένεται να απασχολήσει σοβαρά τις ελεγκτικές αρχές καθώς ουδείς γνωρίζει πώς επιμερίζεται το λειτουργικό κόστος κάθε μεγάλης εταιρείας που παράγει και διακινεί βρεφικά γάλατα και άλλα βρεφικά προϊόντα διατροφής, και το σπουδαιότερο αν στον υπολογισμό του 7%, πέραν του καθαρού κόστους του προϊόντος συνυπολογίζεται και το κέρδος του προμηθευτή ή ακόμη και κάποιες παροχές από πλευράς του προμηθευτή προς τη λιανεμπορική επιχείρηση.
Αν δηλαδή μια ενδεικτική τιμή χονδρικής που περιλαμβάνει το τιμολόγιο αγοράς ενός προϊόντος είναι 2 ευρώ για τα 100 γραμμάρια, τότε το εμπορικό κέρδος δεν θα μπορεί να διαμορφώνεται πάνω από 0,14 ευρώ. Δηλαδή η λιανική τιμή πώλησης δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 2,14 ευρώ, αλλά, φυσικά, θα μπορεί να είναι μικρότερη. Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι ξεκάθαρο αν μια έκπτωση που μπορεί να κάνει ο προμηθευτής στη λιανεμπορική επιχείρηση λόγω καλής συνεργασίας θα φαίνεται και ακόμα και αν μετακυλίεται προς τον καταναλωτή.
Ακριβότερο ως 213% το βρεφικό γάλα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι τιμές του βρεφικού γάλακτος στην Ελλάδα αν συγκριθούν με άλλες χώρες της Ευρωζώνης είναι ακριβότερες από 146 ως 213%. Στην Ελλάδα, οι τιμές αυτές διαμορφώνονται ανάλογα με το brand του προϊόντος και την λιανεμπορική επιχείρηση από 2,53 ως 3,55 ευρώ τα 100 γραμμάρια.
Τα πιο συνηθισμένα βρεφικά γάλατα στην ελληνική αγορά είναι των εταρειών Friesland Campina, Danone Nutricia, Nestle και Vian, το οποίο παράγεται από την ΒΙΑΝΕΞ ΑΕ.
Η Friesland Campina διαθέτει τα προϊόντα Frisolac 1 (για ηλικίες 0-6 μηνών) και Frisomel 2 (από 6-12 μηνών). H Danone – Nutricia διαθέτει το Almiron 1 (0- 6) και Almiron 2 (6-12) και Milupa 1 (0-6), Milupa 2 (6-12). Το Milupa Aptamil που παράγεται στην Ελλάδα και Milupa Milumil που παράγεται στην Αυστρία. Από τη Nestle εξετάζεται το NAN Optipro 1 (0-6) και το NAN Optipro 2 (6-12). Τέλος, από τη VIAN, της οποίας τα προϊόντα διατίθενται μόνο από τα φαρμακεία, διατίθεται το Novalac 1 (0-6) και Novalac 2 (6-12).
Βάσει της έρευνας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκανε τρείς τιμοληψίες στις 1,10 και 20 Νοεμβρίου του 2023. Οι τιμοληψίες αυτές δείχνουν ότι οι τιμές στην Ελλάδα παραμένουν σταθερές, ενώ στην ΕΕ εμφανίζουν μικρές μεταβολές σε ορισμένες μόνο χώρες. Σε κάθε μία από τις δύο κατηγορίες φόρμουλας (0-6 μηνών και 6-12 μηνών) οι τιμές στα σούπερμαρκετ παρουσιάζουν μικρές αποκλίσεις μεταξύ των διαφορετικών ετικετών.
Το προϊόν βρεφικό γάλα Frisolac και Frisomel της Friesland Campina εμφανίζει την υψηλότερη τιμή ανά 100 γραμμάρια προϊόντος μεταξύ των άλλων ετικετών της ίδιας κατηγορίας, αλλά έχει τη μικρότερη ποσοστιαία απόκλιση από τη χαμηλότερη τιμή που εντοπίζεται σε άλλη χώρα μέλος της ΕΕ. Επίσης, διατίθεται μόνο από τη μία από τις δύο μεγαλύτερες αλυσίδες σουπερμάρκετ στη χώρα. Αντίθετα, τα βρεφικά γάλατα Almiron (Danone- Nutricia) και NAN (Nestlé), αν και εμφανίζουν ελάχιστα χαμηλότερη τιμή από το προϊόν της Friesland Campina, παρουσιάζουν ως επί το πλείστον ποσοστά απόκλισης από τη χαμηλότερη τιμή στην ΕΕ άνω του 130% ενώ φτάνουν έως και 203%.
Σε ό,τι αφορά την καταναλωτική συμπεριφορά, η Επιτροπή Ανταγωνισμού σημειώνει ότι παρά το γεγονός ότι η νομοθεσία διαβεβαιώνει πως όλα τα βρεφικά γάλατα που πωλούνται στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των πιο οικονομικών, είναι ίσης διατροφικής αξίας και ενώ οι παραγωγοί επώνυμων προϊόντων βρεφικού γάλακτος ανέβασαν τις τιμές, οι γονείς-καταναλωτές δεν στράφηκαν σε φθηνότερο γάλα-φόρμουλα. Αυτό συμβαίνει λόγω λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας βρεφικού γάλακτος ιδιωτικής ετικέτας και, πιθανά, λόγω και της ελλιπούς πληροφόρησης σχετικά με τη διατροφική αξία των φθηνότερων προϊόντων.