Ένα εικοσιτετράωρο πριν τις εκλογές, το πολιτικό θερμόμετρο έχει ανέβει τόσο πολύ, ώστε δημιουργούνται πλέον ανησυχίες για την διατήρηση της σταθερότητας που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στην πολιτική σταθερότητα που τορπιλίζεται από τα σενάρια πολιτικής αβεβαιότητας, κυβερνήσεων συνεργασίας, ανοχής και τώρα ειδικού σκοπού που προωθεί η αξιωματική αντιπολίτευση.
Αναφέρομαι στην οικονομική σταθερότητα και ειδικότερα στην ενδεχόμενη απώλεια της επενδυτικής βαθμίδας. Οι οικονομικές συνέπειες από μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν δραματικές.
Πρώτα-πρώτα θα χανόταν η διεθνής αξιοπιστία της χώρας. Όλο το προηγούμενο διάστημα η Ελλάδα κέρδισε καθημερινές μάχες στην οικονομία: Υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, μείωση του ποσοστού ανεργίας, συγκράτηση της ανόδου του πληθωρισμού και δημοσιονομική σταθερότητα.
Η ενδεχόμενη απώλεια της επενδυτικής βαθμίδας θα δημιουργούσε μια αρνητική φήμη για τη χώρα τόσο σε επιχειρήσεις και επενδυτές όσο και γενικότερα στις άλλες χώρες. Αυτό θα το πληρώναμε ακριβά.
Η νέα κυβέρνηση θα έβλεπε ότι το κόστος δανεισμού δεν μπορεί να πάει προς τα κάτω. Τα spreads των ελληνικών ομολόγων θα εξακολουθούσαν να είναι υψηλά. Η πρόσβαση στις αγορές δεν θα ήταν άνετη και οι πηγές άντλησης των απαιτούμενων κεφαλαίων θα ήταν πολύ λίγες.
Διότι, μεσο - μακροπρόθεσμα, και καθώς η Ελλάδα θα χρειάζεται να βγαίνει συχνά στις αγορές, η επενδυτική βαθμίδα θα είναι πλεονέκτημα, αν όχι προϋπόθεση για να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη των αγορών και αντίστοιχα τα χρήματα των επενδυτών με λογικό κόστος.
Διαφορετικά θα είναι αναγκασμένη να συνεχίσει να διατηρεί κεφαλαιακά αποθέματα πάνω από 30 δισ. ευρώ για να μπορεί να πείθει τις λίγες αγορές να την δανείσουν. Ταυτόχρονα, με τη βαθμίδα, η Ελλάδα θα μπορεί να συμμετάσχει «με το σπαθί της» σε όποια προγράμματα υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς μέχρι πρότινος έπρεπε να επαφίεται στο περίφημο «waiver», που επέτρεπε στη χώρα μας να εντάσσεται σε αυτά, χωρίς να πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις.
Αν η Ελλάδα δεν καταφέρει να πάρει την επενδυτική βαθμίδα, το αυξημένο κόστος δανεισμού του κράτους θα το πληρώσουν οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις με υψηλότερους φόρους και με μεγαλύτερη στενότητα στην παροχή δημοσίων αγαθών.
Αλλά και οι τράπεζες θα βλάπτονταν σε μια τέτοια περίπτωση, καθώς δεν θα τους δινόταν η ευκαιρία να απευθυνθούν σε επενδυτές μεγάλου κύρους. Θα παρέμεναν στα hedge funds, που είναι σήμερα οι βασικοί χρηματοδότες των ελληνικών εκδόσεων. Ο πιστωτικός τους κίνδυνος δεν θα μειωνόταν και δεν θα μπορούσαν έτσι να αλλάξουν το προφίλ τους, ανοίγοντας τον δρόμο για την καλύτερη τιμολόγηση των πελατών τους σε μια περίοδο που η ρευστότητα στην οικονομία θα αποτελεί «κλειδί» για τη στήριξη της ανάπτυξης.
Επενδυτές από διάφορους τομείς δεν θα ήταν πια πρόθυμοι να επενδύσουν στη χώρα, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και προωθώντας την οικονομική ανάπτυξη. Πολλές επενδύσεις θα σταματούσαν γιατί θα θεωρούσαν ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν είναι πλέον ελκυστικό.
Η οικονομική ανάπτυξη δεν θα ήταν πλέον ισχυρή, τα φορολογικά έσοδα θα ήταν χαμηλά, καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να υλοποιήσει τις προεκλογικές εξαγγελίες των κομμάτων περί αύξησης μισθών και εισοδημάτων. Και όλοι πια θα μιλούσαν για μείωση της ευημερίας τους...
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου